Από τη μία η κούραση, από την άλλη η σαφής προτίμηση στο να διαβάζω κείμενα στο ίντερνετ, όταν βρίσκω χρόνο, παρά να γράφω, μαζί με τη μόνιμη αίσθηση ότι σχεδόν ποτέ δεν είμαι ευχαριστημένος με αυτά που ανεβάζω, τελικά το μπλογκ έπιασε αράχνες. Τέλος πάντων, μετά το τέλος του «ντιμπέιτ των έξι» είχα ξεκινήσει να γράφω ένα κείμενο και όπως συχνά συμβαίνει, κάπου μετά την πρώτη σελίδα κουράστηκα, μετάνιωσα και το απέρριψα. Τελικά, αποφάσισα να το χτενίσω λίγο (σεντόνι βγήκε τελικά) και να το ανεβάσω τώρα:
Είναι εντυπωσιακό να παρακολουθείς τον Καραμανλή να δηλώνει «όπως όλοι γνωρίζουν, σε θέματα διαφθοράς δε σηκώνω μύγα στο σπαθί μου» και να μην πέφτουν τα τσιμέντα στο στούντιο. Επιπλέον, κάτι που επαναλήφθηκε και σε πολλές πρόσφατες συνεντεύξεις του, όταν του ζητείται να κάνει αυτοκριτική για ενδεχόμενα λάθη της κυβέρνησης, ναι μεν κανείς δεν περιμένει να ακούσει δήλωση αποκήρυξης των πολιτικών του επιλογών, αλλά τουλάχιστον να ψελλίσει κάτι έστω για μία από τις πιο εξόφθαλμες περιπτώσεις διαφθοράς με καθαρά διαχειριστικούς όρους: π.χ. για τη συμπαιγνία με στελέχη παραχρηματιστηριακών εταιρειών που έπαιρναν μεγάλες προμήθειες τζογάροντας τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων σε ομόλογα-φούσκες· για τους πανούργους μοναχούς-μεγαλοεπιχειρηματίες που πλούτισαν τη συλλογή τους από real estate με χαριστικές ρυθμίσεις, επωφελούμενοι από τις σχέσεις τους με στελέχη στα ανώτερα κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού· για τον προκλητικό κυνισμό μαφιόζικης κοπής με τον οποίο προωθήθηκε η συγκάλυψη των ερευνών πάνω σε όλα τα σκάνδαλα (συμπεριλαμβανομένου και εκείνου που αφορούσε τον χρηματισμό των κυβερνητικών κομμάτων από μεγάλες εταιρείες) και την πρωτοφανή εκπαραθύρωση μη αρεστών εισαγγελέων και μελών ανεξάρτητων αρχών (π.χ. της προστασίας προσωπικών δεδομένων) που δε συναίνεσαν στις συγκεκριμένες επιλογές. Και αυτά να αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Όχι, στο ερώτημα της αυτοκριτικής, η απάντηση του πρωθυπουργού είναι πάντοτε «μετανιώνω που οι μεταρρυθμίσεις δεν έγιναν όσο γρήγορα θα έπρεπε», θυμίζοντας τη γνωστή ματαιόδοξη ατάκα σε συνεντεύξεις επωνύμων «το μεγαλύτερο μου ελάττωμα είναι η ειλικρίνεια». Τέλος, το να διεξάγεις προεκλογική εκστρατεία με αιχμή το σύνθημα «πρέπει να πάρουμε τις δύσκολες αλλά αναγκαίες αποφάσεις», που μεταφράζεται σε «ψηφίστε με για να σας αλλάξω τον αδόξαστο» μοιάζει με πέταγμα λευκής πετσέτας, παραδοχή δηλαδή της επερχόμενης εκλογικής ήττας, θέση που ανάλογα με την πολιτική σκοπιά που το βλέπει κανείς μπορεί να θεωρηθεί είτε «ειλικρινής και τολμηρή στάση» είτε μετάλλιο νομιμοφροσύνης προς τους κυρίαρχους κύκλους για μελλοντική αξιοποίηση.
Ο Παπανδρέου ετοίμασε ένα γενικόλογο προεκλογικό πακέτο υποτιθέμενων υποσχέσεων και παροχών, με τόσο διφορούμενες διατυπώσεις, ώστε διαβάζοντας κάτω από τα συμφραζόμενα να μπορεί να υποψιαστεί κανείς τις πραγματικές προθέσεις. «Αυξήσεις πάνω από τον πληθωρισμό», που όμως βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό, υπόσχεση «αναθεώρησης» («θα τα ξαναδούμε») -όχι κατάργησης- των αποδεδειγμένα κοινωνικά διαλυτικών πολιτικών σε εργασιακά ζητήματα, δηλαδή συνέχισής τους. Κάτι σαν τηλεοπτική διαφήμιση τράπεζας που προβάλλει «το χαμηλότερο επιτόκιο της αγοράς» και την ίδια ώρα περνάει από κάτω κρόουλ με μεγάλη ταχύτητα και μικρά γράμματα «αφορά μόνο τον πρώτο χρόνο και δε συμπεριλαμβάνει τα α) β) γ) δ)...». Κι όλα αυτά βέβαια αφού προηγηθεί μια διετία -δηλ. τριετία, τετραετία και βλέπουμε- «σταθερότητας». Την ίδια ώρα αν επιστρέψει κανείς στην εποχή που το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν σε σαφή τροχιά απόσυρσης μετά τη διαδοχή Σημίτη, όταν οι εκλογές του 2004 αντιμετωπίζονταν ως μια νομοτελειακή ήττα, θυμάται τον Γ. Παπανδρέου να προτάσσει ως νεωτερικές ιδέες μεταξύ άλλων τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τη δοκιμαστική ανασφάλιστη εργασία των νέων εργαζόμενων και την ανάγκη συνάντησης της σοσιαλδημοκρατίας με τις απόψεις του Στ. Μάνου και του Αν. Ανδριανόπουλου. Σήμερα τον βλέπουμε να χρησιμοποιεί με άνεση τον όρο «εργασιακός μεσαίωνας» και να καταγγέλλει την κυβέρνηση για πολιτικές που έχουν την αφετηρία τους στην εποχή που το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν στην εξουσία και ο ίδιος ήταν υπουργός. Πέρα από την προφανή ανακολουθία, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι ενώ οι παλιότερες επιλογές και δηλώσεις του φαίνονταν αν μη τι άλλο ειλικρινείς, οι σημερινές μοιάζουν φυτευτές και εντυπωσιοθηρικές.
Οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ γενικά επηρεάζονται πολύ λίγο από την προεκλογική ατμόσφαιρα. Έχουν καταλήξει στην επιλογή τους μέσα από διάφορες διαδρομές: εμπειρικά, μέσα από τη δράση και την εικόνα στο χώρο εργασίας τους· πηγαία, ως στρώματα μη προνομιούχων που θέλουν να εκφράσουν μια σαφή διαμαρτυρία απέναντι στο υπάρχον σύστημα άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο συνειδητά πολιτικοποιημένη· αλλά και ιστορικά, μέσω δεσμών οικογενειακής αλλά και ευρύτερης κοινωνικής παράδοσης. Ένα κόμμα με σαφή διαχωριστική γραμμή από το κυρίαρχο πολιτικό πλαίσιο, που κάνει λόγο για επαναστατική προοπτική και αμφισβητεί τους θεσμούς-ιερές αγελάδες του καπιταλισμού (ΝΑΤΟ, ΕΕ κτλ.), αλλά ταυτόχρονα με μια επιεικώς καχεκτική ιστορική αυτοκριτική, τόσο για τον «σοσιαλισμό που γνωρίσαμε», όσο και για τις δικές του πολιτικές επιλογές. Και λίγο πικρό χιούμορ με αφορμή ίσως τη χειρότερη στιγμή της Παπαρήγα στο ντιμπέιτ: αν κάποτε η εκφοβιστική προπαγανδιστική αποστροφή «θα έρθουν οι κομμουνιστές και θα σας πάρουν το σπίτι» έπιανε τόπο, σήμερα το ΚΚΕ δεν κινδυνεύει να παρεξηγηθεί, από τη στιγμή μάλιστα που επιλέγει να χαϊδεύει τα αυτιά των αυθαιρετούχων.
Ο Τσίπρας θεωρήθηκε καλύτερος του αναμενόμενου με βάση το ντιμπέιτ και είχε όντως ένα συγκροτημένο αριστερό λόγο, που έθιξε συγκεκριμένα κοινωνικά ζητήματα, έστω και χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία, αλλά και με αρκετά στρογγυλεμένες θέσεις σε ζητήματα που ο ΣΥΡΙΖΑ δέχτηκε πιέσεις το προηγούμενο διάστημα. Ενδεικτικά, στην τρομολαγνική ανακίνηση του «ζητήματος του πανεπιστημιακού ασύλου», θα περίμενε κανείς ότι ένα κόμμα με αναφορές στη ριζοσπαστική αριστερά, η οποία πρωταγωνίστησε επί ενάμιση χρόνο στις κινητοποιήσεις κατά της εφαρμογής των νέων εκπαιδευτικών νόμων, δε θα έθετε το ζήτημα στη βάση του «ψηφίστηκε ο νόμος της κας Γιαννάκου, αλλά δεν εφαρμόζεται» (!)
Οι Οικολόγοι-Πράσινοι δηλώνουν ότι με την παρουσία τους σκοπεύουν να επηρεάσουν προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης οικολογικών πολιτικών μέτρων, επιδιώκοντας τη συμμετοχή τους στην ασκούμενη κυβερνητική πολιτική μέσα από μια προγραμματική σύγκλιση με κυβερνητικό σχηματισμό. Η πολιτική κριτική περί θεσιθηρίας είναι εύκολη, αλλά και άδικη, εξάλλου δεν πρόκειται για ζήτημα «κρυφής ατζέντας» ή εξαπάτησης των ψηφοφόρων τους. Ωστόσο με κεντρικό πολιτικό σύνθημα «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά, μπροστά», τίθεται το ερώτημα αν η «μεταρρυθμιστική οικολογία» (σε αντίθεση με την ας πούμε «ριζοσπαστική») θεωρεί ότι η επιδιωκόμενη ανάσχεση της περιβαλλοντικής καταστροφής μπορεί να προχωρήσει χωρίς να θίξει καίρια σημεία του σημερινού κοινωνικού μοντέλου, που αναπαράγεται με όρους ανταγωνιστικότητας, διαρκούς ανάπτυξης και εμπορικής εκμετάλλευσης-«αξιοποίησης», όσο και τα ζητήματα των κοινωνικών σχέσεων που απορρέουν από αυτό.
Με την περίπτωση Καρατζαφέρη, όσο εξοργιστικό κι αν είναι να παρακολουθεί κανείς αυτό τον trash χυλό φανατικών εθνικιστών, υστερικών τηλεπλασιέ, ανερυθρίαστων ρατσιστών και τηλεοπτικών μαϊντανών να κερδίζει έδαφος, αν αναλογιστεί κανείς από τη μία την κρίση της παραδοσιακής δεξιάς κι από την άλλη τη διόγκωση και κυριαρχία του συγκεκριμένου «ρεύματος» στην τηλεοπτική καθημερινότητα τα τελευταία χρόνια, δεν είναι δύσκολο να την ερμηνεύσει. Εξάλλου, διαθέτει έναν πολιτικό αρχηγό που μοιάζει να μην πιστεύει στην ουσία τίποτα από όσα λέει, αλλά να έχει το ταλέντο να προσαρμόζει τη ρητορική του στο προφίλ του ακροατηρίου που θέλει να κερδίσει, κολακεύοντας τα πιο ταπεινά του ένστικτα, ακόμα κι όταν αυτό συνεπάγεται την αντικειμενική γελοιοποίηση του ίδιου. Εφαρμόζει εν ολίγοις απόλυτα τον χρυσό κανόνα που αποκόμισε από την πολύχρονη τηλεοπτική του εμπειρία: «αυτά θέλει το κοινό».
ΥΓ. Ένα πραγματικά εξαιρετικό κείμενο περί της σημερινής ακροδεξιάς, εδώ.
Είναι εντυπωσιακό να παρακολουθείς τον Καραμανλή να δηλώνει «όπως όλοι γνωρίζουν, σε θέματα διαφθοράς δε σηκώνω μύγα στο σπαθί μου» και να μην πέφτουν τα τσιμέντα στο στούντιο. Επιπλέον, κάτι που επαναλήφθηκε και σε πολλές πρόσφατες συνεντεύξεις του, όταν του ζητείται να κάνει αυτοκριτική για ενδεχόμενα λάθη της κυβέρνησης, ναι μεν κανείς δεν περιμένει να ακούσει δήλωση αποκήρυξης των πολιτικών του επιλογών, αλλά τουλάχιστον να ψελλίσει κάτι έστω για μία από τις πιο εξόφθαλμες περιπτώσεις διαφθοράς με καθαρά διαχειριστικούς όρους: π.χ. για τη συμπαιγνία με στελέχη παραχρηματιστηριακών εταιρειών που έπαιρναν μεγάλες προμήθειες τζογάροντας τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων σε ομόλογα-φούσκες· για τους πανούργους μοναχούς-μεγαλοεπιχειρηματίες που πλούτισαν τη συλλογή τους από real estate με χαριστικές ρυθμίσεις, επωφελούμενοι από τις σχέσεις τους με στελέχη στα ανώτερα κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού· για τον προκλητικό κυνισμό μαφιόζικης κοπής με τον οποίο προωθήθηκε η συγκάλυψη των ερευνών πάνω σε όλα τα σκάνδαλα (συμπεριλαμβανομένου και εκείνου που αφορούσε τον χρηματισμό των κυβερνητικών κομμάτων από μεγάλες εταιρείες) και την πρωτοφανή εκπαραθύρωση μη αρεστών εισαγγελέων και μελών ανεξάρτητων αρχών (π.χ. της προστασίας προσωπικών δεδομένων) που δε συναίνεσαν στις συγκεκριμένες επιλογές. Και αυτά να αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Όχι, στο ερώτημα της αυτοκριτικής, η απάντηση του πρωθυπουργού είναι πάντοτε «μετανιώνω που οι μεταρρυθμίσεις δεν έγιναν όσο γρήγορα θα έπρεπε», θυμίζοντας τη γνωστή ματαιόδοξη ατάκα σε συνεντεύξεις επωνύμων «το μεγαλύτερο μου ελάττωμα είναι η ειλικρίνεια». Τέλος, το να διεξάγεις προεκλογική εκστρατεία με αιχμή το σύνθημα «πρέπει να πάρουμε τις δύσκολες αλλά αναγκαίες αποφάσεις», που μεταφράζεται σε «ψηφίστε με για να σας αλλάξω τον αδόξαστο» μοιάζει με πέταγμα λευκής πετσέτας, παραδοχή δηλαδή της επερχόμενης εκλογικής ήττας, θέση που ανάλογα με την πολιτική σκοπιά που το βλέπει κανείς μπορεί να θεωρηθεί είτε «ειλικρινής και τολμηρή στάση» είτε μετάλλιο νομιμοφροσύνης προς τους κυρίαρχους κύκλους για μελλοντική αξιοποίηση.
Ο Παπανδρέου ετοίμασε ένα γενικόλογο προεκλογικό πακέτο υποτιθέμενων υποσχέσεων και παροχών, με τόσο διφορούμενες διατυπώσεις, ώστε διαβάζοντας κάτω από τα συμφραζόμενα να μπορεί να υποψιαστεί κανείς τις πραγματικές προθέσεις. «Αυξήσεις πάνω από τον πληθωρισμό», που όμως βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό, υπόσχεση «αναθεώρησης» («θα τα ξαναδούμε») -όχι κατάργησης- των αποδεδειγμένα κοινωνικά διαλυτικών πολιτικών σε εργασιακά ζητήματα, δηλαδή συνέχισής τους. Κάτι σαν τηλεοπτική διαφήμιση τράπεζας που προβάλλει «το χαμηλότερο επιτόκιο της αγοράς» και την ίδια ώρα περνάει από κάτω κρόουλ με μεγάλη ταχύτητα και μικρά γράμματα «αφορά μόνο τον πρώτο χρόνο και δε συμπεριλαμβάνει τα α) β) γ) δ)...». Κι όλα αυτά βέβαια αφού προηγηθεί μια διετία -δηλ. τριετία, τετραετία και βλέπουμε- «σταθερότητας». Την ίδια ώρα αν επιστρέψει κανείς στην εποχή που το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν σε σαφή τροχιά απόσυρσης μετά τη διαδοχή Σημίτη, όταν οι εκλογές του 2004 αντιμετωπίζονταν ως μια νομοτελειακή ήττα, θυμάται τον Γ. Παπανδρέου να προτάσσει ως νεωτερικές ιδέες μεταξύ άλλων τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τη δοκιμαστική ανασφάλιστη εργασία των νέων εργαζόμενων και την ανάγκη συνάντησης της σοσιαλδημοκρατίας με τις απόψεις του Στ. Μάνου και του Αν. Ανδριανόπουλου. Σήμερα τον βλέπουμε να χρησιμοποιεί με άνεση τον όρο «εργασιακός μεσαίωνας» και να καταγγέλλει την κυβέρνηση για πολιτικές που έχουν την αφετηρία τους στην εποχή που το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν στην εξουσία και ο ίδιος ήταν υπουργός. Πέρα από την προφανή ανακολουθία, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι ενώ οι παλιότερες επιλογές και δηλώσεις του φαίνονταν αν μη τι άλλο ειλικρινείς, οι σημερινές μοιάζουν φυτευτές και εντυπωσιοθηρικές.
Οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ γενικά επηρεάζονται πολύ λίγο από την προεκλογική ατμόσφαιρα. Έχουν καταλήξει στην επιλογή τους μέσα από διάφορες διαδρομές: εμπειρικά, μέσα από τη δράση και την εικόνα στο χώρο εργασίας τους· πηγαία, ως στρώματα μη προνομιούχων που θέλουν να εκφράσουν μια σαφή διαμαρτυρία απέναντι στο υπάρχον σύστημα άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο συνειδητά πολιτικοποιημένη· αλλά και ιστορικά, μέσω δεσμών οικογενειακής αλλά και ευρύτερης κοινωνικής παράδοσης. Ένα κόμμα με σαφή διαχωριστική γραμμή από το κυρίαρχο πολιτικό πλαίσιο, που κάνει λόγο για επαναστατική προοπτική και αμφισβητεί τους θεσμούς-ιερές αγελάδες του καπιταλισμού (ΝΑΤΟ, ΕΕ κτλ.), αλλά ταυτόχρονα με μια επιεικώς καχεκτική ιστορική αυτοκριτική, τόσο για τον «σοσιαλισμό που γνωρίσαμε», όσο και για τις δικές του πολιτικές επιλογές. Και λίγο πικρό χιούμορ με αφορμή ίσως τη χειρότερη στιγμή της Παπαρήγα στο ντιμπέιτ: αν κάποτε η εκφοβιστική προπαγανδιστική αποστροφή «θα έρθουν οι κομμουνιστές και θα σας πάρουν το σπίτι» έπιανε τόπο, σήμερα το ΚΚΕ δεν κινδυνεύει να παρεξηγηθεί, από τη στιγμή μάλιστα που επιλέγει να χαϊδεύει τα αυτιά των αυθαιρετούχων.
Ο Τσίπρας θεωρήθηκε καλύτερος του αναμενόμενου με βάση το ντιμπέιτ και είχε όντως ένα συγκροτημένο αριστερό λόγο, που έθιξε συγκεκριμένα κοινωνικά ζητήματα, έστω και χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία, αλλά και με αρκετά στρογγυλεμένες θέσεις σε ζητήματα που ο ΣΥΡΙΖΑ δέχτηκε πιέσεις το προηγούμενο διάστημα. Ενδεικτικά, στην τρομολαγνική ανακίνηση του «ζητήματος του πανεπιστημιακού ασύλου», θα περίμενε κανείς ότι ένα κόμμα με αναφορές στη ριζοσπαστική αριστερά, η οποία πρωταγωνίστησε επί ενάμιση χρόνο στις κινητοποιήσεις κατά της εφαρμογής των νέων εκπαιδευτικών νόμων, δε θα έθετε το ζήτημα στη βάση του «ψηφίστηκε ο νόμος της κας Γιαννάκου, αλλά δεν εφαρμόζεται» (!)
Οι Οικολόγοι-Πράσινοι δηλώνουν ότι με την παρουσία τους σκοπεύουν να επηρεάσουν προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης οικολογικών πολιτικών μέτρων, επιδιώκοντας τη συμμετοχή τους στην ασκούμενη κυβερνητική πολιτική μέσα από μια προγραμματική σύγκλιση με κυβερνητικό σχηματισμό. Η πολιτική κριτική περί θεσιθηρίας είναι εύκολη, αλλά και άδικη, εξάλλου δεν πρόκειται για ζήτημα «κρυφής ατζέντας» ή εξαπάτησης των ψηφοφόρων τους. Ωστόσο με κεντρικό πολιτικό σύνθημα «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά, μπροστά», τίθεται το ερώτημα αν η «μεταρρυθμιστική οικολογία» (σε αντίθεση με την ας πούμε «ριζοσπαστική») θεωρεί ότι η επιδιωκόμενη ανάσχεση της περιβαλλοντικής καταστροφής μπορεί να προχωρήσει χωρίς να θίξει καίρια σημεία του σημερινού κοινωνικού μοντέλου, που αναπαράγεται με όρους ανταγωνιστικότητας, διαρκούς ανάπτυξης και εμπορικής εκμετάλλευσης-«αξιοποίησης», όσο και τα ζητήματα των κοινωνικών σχέσεων που απορρέουν από αυτό.
Με την περίπτωση Καρατζαφέρη, όσο εξοργιστικό κι αν είναι να παρακολουθεί κανείς αυτό τον trash χυλό φανατικών εθνικιστών, υστερικών τηλεπλασιέ, ανερυθρίαστων ρατσιστών και τηλεοπτικών μαϊντανών να κερδίζει έδαφος, αν αναλογιστεί κανείς από τη μία την κρίση της παραδοσιακής δεξιάς κι από την άλλη τη διόγκωση και κυριαρχία του συγκεκριμένου «ρεύματος» στην τηλεοπτική καθημερινότητα τα τελευταία χρόνια, δεν είναι δύσκολο να την ερμηνεύσει. Εξάλλου, διαθέτει έναν πολιτικό αρχηγό που μοιάζει να μην πιστεύει στην ουσία τίποτα από όσα λέει, αλλά να έχει το ταλέντο να προσαρμόζει τη ρητορική του στο προφίλ του ακροατηρίου που θέλει να κερδίσει, κολακεύοντας τα πιο ταπεινά του ένστικτα, ακόμα κι όταν αυτό συνεπάγεται την αντικειμενική γελοιοποίηση του ίδιου. Εφαρμόζει εν ολίγοις απόλυτα τον χρυσό κανόνα που αποκόμισε από την πολύχρονη τηλεοπτική του εμπειρία: «αυτά θέλει το κοινό».
ΥΓ. Ένα πραγματικά εξαιρετικό κείμενο περί της σημερινής ακροδεξιάς, εδώ.