Στο 608, διασχίζοντας την Πατησίων. Μια κοπέλα ζαλίζεται και λιποθυμάει. Το λεωφορείο βρίσκεται στο ύψος του Πολυτεχνείου. Φωνές, βαβούρα, κακό. Κάποιοι τη σηκώνουν από τους ώμους. Η κοπέλα συνέρχεται γρήγορα. «Βάλτε την να κάτσει», η διπλανή θέση μένει κενή για να είναι άνετα. «Λίγο νερό, δώστε της λίγο νερό», βγαίνουν τρία-τέσσερα πλαστικά μπουκαλάκια και προωθούνται από χέρι σε χέρι. Μια κυρία βγάζει από τη τσάντα της μια μισοφαγωμένη σοκολάτα, σπάει ένα κομμάτι και το προσφέρει. Εντωμεταξύ ξυπνούν τα μητρικά ένστικτα σε όλες τις παρευρισκόμενες: «Δεν τρώνε και τίποτα αυτά τα παιδιά το πρωί», «να φωνάξουμε ένα ασθενοφόρο;», «είσαι καλά;». «Μήπως αισθάνεται άσχημα που πέσαμε όλοι πάνω της;», ακούγεται ξαφνικά μια άλλη κυρία, διαβάζοντας ακριβώς τη σκέψη μου εκείνη τη στιγμή. «Εντάξει είμαι, έχω ζάχαρο». Ο οδηγός αφού έχει ακινητοποιήσει επί αρκετή ώρα το λεωφορείο με ανοιχτές τις πόρτες, επιστρέφει σε λίγο, μπαίνοντας από τη μεσαία πόρτα, κρατώντας μια πορτοκαλάδα, «Έλα πιε την», «Ευχαριστώ, δεν πειρ...», «Έλα πιε την σε παρακαλώ πολύ!» λέει επιτακτικά, σα να μαλώνει την κόρη του. Η κοπέλα, θέλοντας και μη, την παίρνει στα χέρια της και ξεκινάει να την πίνει. Θα κατέβει λίγο αργότερα στην Ακαδημίας.
Κυριακή 10 Μάη, στο τρόλεϋ 3. Την προηγούμενη μέρα έχουν γίνει οι πορείες «αγανακτισμένων πολιτών» στην Ομόνοια και το Εφετείο. Ένας άντρας μαυριδερός, παχουλός, με αραιά μούσια και γυαλιά μπαίνει και κάθεται. Στο τρόλεϋ υπάρχουν αρκετοί μετανάστες, καθώς και μια-δυο γυναίκες με μαντίλα στο κεφάλι. Μία από αυτές μιλάει στο κινητό της. Ξαφνικά ακούγεται από τον άντρα μια στριγκιά φωνή, κάπως μπάσα και τραχιά ταυτόχρονα, να ξεκινάει έναν παραληρηματικό μονόλογο: «(κοροϊδευτικά) Αλαχαλαμπαραχαλα... ρε ουστ από ’δω μουσουλμάνοι, σκότωμα θέλουν όλοι, σκότωμα και μετά να τους πάρεις τα χρυσά δόντια, ποια δόντια, αν έχουν δηλαδή, μμμ, είχες και στο χωριό σου κινητό εσύ; Αλαχαμπαραλα... η Μέκκα ξέρεις που είναι, ε; Ξέρεις που είναι; Που να ξέρεις... εγώ ξέρω που είναι! (απευθυνόμενος σε παιδάκι λίγες θέσεις πιο δίπλα) Εσύ έλληνας να λες ότι είσαι. Και χριστιανός! Κλωτσιές που θέλετε... Σκότωμα θέλετε». Στη δεύτερη στάση από τη στιγμή που ξεκίνησε το ντελίριο, ο οδηγός κατεβαίνει από τη θέση του κι έρχεται προς το μέρος του: «Ή θα σταματήσεις να μιλάς ή θα κατέβεις. Διάλεξε. Αλλιώς, πάμε στην αστυνομία πιο κάτω. Κατάλαβες; Η σταματάς να μιλάς τώρα ή κατεβαίνεις!». «Θα σταματήσω να μιλάω» απαντάει εκείνος λυπημένα, κοιτάζοντας το πάτωμα. Για ένα τέταρτο δε βγάζει κιχ. Στο ύψος του Ερυθρού Σταυρού σηκώνεται, περιμένει να ανοίξει η πόρτα στη στάση, κοντοστέκεται για μια στιγμή και λέει: «Οδηγέεε, να μην τους αγαπάς τους μουσουλμάνους. Κιλ δεμ όοολ!!». Κατεβαίνει βιαστικά και φεύγει γρήγορα.
Κυριακή 10 Μάη, στο τρόλεϋ 3. Την προηγούμενη μέρα έχουν γίνει οι πορείες «αγανακτισμένων πολιτών» στην Ομόνοια και το Εφετείο. Ένας άντρας μαυριδερός, παχουλός, με αραιά μούσια και γυαλιά μπαίνει και κάθεται. Στο τρόλεϋ υπάρχουν αρκετοί μετανάστες, καθώς και μια-δυο γυναίκες με μαντίλα στο κεφάλι. Μία από αυτές μιλάει στο κινητό της. Ξαφνικά ακούγεται από τον άντρα μια στριγκιά φωνή, κάπως μπάσα και τραχιά ταυτόχρονα, να ξεκινάει έναν παραληρηματικό μονόλογο: «(κοροϊδευτικά) Αλαχαλαμπαραχαλα... ρε ουστ από ’δω μουσουλμάνοι, σκότωμα θέλουν όλοι, σκότωμα και μετά να τους πάρεις τα χρυσά δόντια, ποια δόντια, αν έχουν δηλαδή, μμμ, είχες και στο χωριό σου κινητό εσύ; Αλαχαμπαραλα... η Μέκκα ξέρεις που είναι, ε; Ξέρεις που είναι; Που να ξέρεις... εγώ ξέρω που είναι! (απευθυνόμενος σε παιδάκι λίγες θέσεις πιο δίπλα) Εσύ έλληνας να λες ότι είσαι. Και χριστιανός! Κλωτσιές που θέλετε... Σκότωμα θέλετε». Στη δεύτερη στάση από τη στιγμή που ξεκίνησε το ντελίριο, ο οδηγός κατεβαίνει από τη θέση του κι έρχεται προς το μέρος του: «Ή θα σταματήσεις να μιλάς ή θα κατέβεις. Διάλεξε. Αλλιώς, πάμε στην αστυνομία πιο κάτω. Κατάλαβες; Η σταματάς να μιλάς τώρα ή κατεβαίνεις!». «Θα σταματήσω να μιλάω» απαντάει εκείνος λυπημένα, κοιτάζοντας το πάτωμα. Για ένα τέταρτο δε βγάζει κιχ. Στο ύψος του Ερυθρού Σταυρού σηκώνεται, περιμένει να ανοίξει η πόρτα στη στάση, κοντοστέκεται για μια στιγμή και λέει: «Οδηγέεε, να μην τους αγαπάς τους μουσουλμάνους. Κιλ δεμ όοολ!!». Κατεβαίνει βιαστικά και φεύγει γρήγορα.
5 σχόλια:
περίμενα ποστ για την απανθρωπιά που βλέπουμε στα λεωφορεία, με εξέπληξες ευχάριστα.
υγ: δεν περίμενα πως θα πω ποτέ μπράβο στους οδηγούς :-)
Να'το και το αγγλικό! Άκου κει kill them all το γουρούνι.
@κούνελος
Η πρώτη φορά που σκεφτόμουν να ανεβάσω κάτι για τους οδηγούς λεωφορείων ήταν κοντά στις αμερικάνικες εκλογές, μόλις ξεκινούσα να γράφω στο μπλογκ, όταν είδα για πολλοστή φορά να αφήνουν επιδεικτικά κλειστές τις πόρτες όταν μοναδικοί επιβάτες που περιμένουν στη στάση είναι αφρικανοί (συνήθως κρατώντας τις τσάντες με την πραμάτειά τους στο χέρι). Δε θέλω να πω ότι οι μεν είναι πιο «αντιπροσωπευτικοί» και οι δε «εξαίρεση στον κανόνα» ή το αντίστροφο, δεν ξέρω...
@Μάνος
Μπορεί να ήταν αηδιαστικός και ενδεχομένως εν δυνάμει επικίνδυνος ο τύπος, αλλά μου έβγαζε την εικόνα ανθρώπου με σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα - όχι ότι αυτό του δίνει και το ακαταλόγιστο.
Παρόμοιο περιστατικό με παραλήρημα μου'τυχε και μένα προχθές σε λεωφορείο του Ζωγράφου... Στο οποίο πολύ συχνά έχω τύχει και σε, πώς τους λέμε, εφαψίες (ξεχνάω την άλλη λέξη, αυτούς που βάζουν χέρι τέλος πάντων). Λογικό αφού το λεωφορείο αυτό είναι γεμάτο φοιτήτριες. Όλα εξηγούνται εν τέλει. Ναι, θα μπορούσε κανείς να κρατά ένα μπλογκ μόνο με ιστορίες από λεωφορεία...
Ω, ναι, εφαψίες έχω πετύχει κι εγώ στην ίδια γραμμή, ποικίλου σεξουαλικού προσανατολισμού μάλιστα, αν και μειώθηκαν αρκετά μετά τη συγχώνευση του 608 με το αλήστου μνήμης σαρδέλες-στο-κουτί 222.
Δημοσίευση σχολίου