Σε συνεργασία με τον διαπρεπή πανεπιστημιακό Στάθη Παράγκα, παρουσιάζουμε σε αποκλειστική προδημοσίευση μια μελέτη που ξεφεύγει από τις συνήθεις γλυκερές και δακρύβρεχτες προσεγγίσεις σε ένα πολυδιαβασμένο λογοτεχνικό έργο.
«Κάρολος Ντίκενς και "κουλτούρα των χριστουγέννων"
(τι δεν ήταν ο Εμπενίζερ Σκρουτζ)»
Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ είναι ένας εμβληματικός μυθιστορηματικός ήρωας, που ενσωματώνει τις σύγχρονες αξίες του Φιλελευθερισμού σε πρωτόλεια ακόμα μορφή. Πορεύεται με μια στάση ζωής στηριγμένη αποκλειστικά στον Ορθό Λόγο. Δεν παρασύρεται από άλογες παραπλανητικές συναισθηματικές παρορμήσεις. Έτσι, αντιτίθεται σθεναρά στη θρησκευτική δεισιδαιμονία, αρνούμενος να ενδώσει στην ψεύτικη ψυχαναγκαστική χαρά των Χριστουγέννων, όχι μόνο για καθαρά ιδεολογικούς λόγους, αλλά και επειδή ταυτόχρονα γνωρίζει ότι οι διάφοροι «εορτάζοντες» παρακινούνται κυρίως από υστερόβουλα κίνητρα. Δε χαίρονται τόσο για τη γέννηση κάποιου φανταστικού Θεανθρώπου, όσο επειδή τους δίνεται για λίγες (αλλά παραγωγικά υπερπολύτιμες για όλους) ώρες η ευκαιρία να φυγοπονήσουν, να τεμπελιάσουν, να επιβεβαιώσουν την προτίμησή τους στη λογική της ήσσονος προσπάθειας. Την ίδια στιγμή, παρακολουθούμε το σπάνιο ήθος και το θάρρος του Σκρουτζ, που αρνείται να υποκύψει στους συναισθηματικούς εκβιασμούς των εργαζομένων στην επιχείρησή του, αδιαφορώντας για το πολιτικό κόστος. Ως εχέφρων υπεύθυνος για τη συνολική πολιτική της επιχείρησης και με σφαιρική αντίληψη της καταστάσεως, αντιλαμβάνεται εκείνο που οι υπόλοιποι δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν˙ ότι οι παράλογες απαιτήσεις τους, σε περίπτωση που πραγματοποιηθούν, είναι ικανές να βουλιάξουν ολόκληρη την επιχείρηση, αφήνοντάς τους πάντες χωρίς δουλειά. Κι όλα αυτά πριν ακόμη αποδειχτούν και ιστορικά πλέον που ακριβώς οδηγούν νομοτελειακά τον κόσμο τα διάφορα «φιλεργατικά» οράματα: στην καθυστέρηση, στη στέρηση, στον ολοκληρωτισμό και στα γκούλαγκ.Τη συγκρότηση του επιφανούς επιχειρηματία έρχονται κάποια στιγμή να αμφισβητήσουν τρία φαντάσματα˙ η μεταφυσική, υπερβατική μορφή τους επιλέχθηκε προφανώς σε αντιστοιχία με το περιεχόμενο του λόγου τους.Πρώτο κάνει την επίσκεψή του το Πνεύμα της Ανευθυνότητας. Θα έρθει για να θυμίσει σκηνές από το παρελθόν, χρησιμοποιώντας όμως με προσχεδιασμένο τρόπο τεχνικές μοντάζ που αποκλείουν την άλλη άποψη. Έτσι, μέσα από διάφορα νοητικά τεχνάσματα θα προσπαθήσει να περάσει έντεχνα το ιδεολόγημα της δαιμονοποίησης της εργατικότητας, της στοχοπροσήλωσης, της προκοπής, της επιχειρηματικότητας και του κέρδους. Πρόκειται για έναν γνωστό και συχνά επαναλαμβανόμενο προπαγανδιστικό μηχανισμό, ο οποίος αδυνατώντας να αντιπαραβάλει οποιονδήποτε ορθολογικό αντίλογο, καταφεύγει μονίμως σε μεταμοντέρνα επιχειρήματα: άλλοτε, όπως εδώ, σε σκηνές από μετεφηβικά σαλιαρίσματα και άλλοτε σε εικόνες από παιδικά έλκηθρα (!). Κανείς δεν αμφιβάλει ότι απαιτούνται θυσίες στην πορεία προς την κοινωνική καταξίωση. Κάποιοι ωστόσο ολοφάνερα αδυνατούν να αποδεχτούν ότι υπάρχουν και χαρισματικά άτομα που στη ζωή τους δε συμβιβάζονται με τη μετριότητα.Δεύτερο έρχεται το Πνεύμα του Λαϊκισμού. Προσπαθεί να διεγείρει τα συναισθηματικά αντανακλαστικά μας με λαϊκιστικά σκηνικά από ένα «φτωχό πλην τίμιο» σπίτι της εργατικής τάξης. Αυτό που παραλείπει να μας πει όμως είναι το γεγονός ότι η συγκεκριμένη γενιά ζούσε σε πολύ καλύτερες συνθήκες από τις προηγούμενες: η ιατρική κι η επιστήμη προόδευε με σταθερά βήματα, ο αναλφαβητισμός υποχωρούσε, δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης ανοίγονταν όλο και πιο πολλές. Επιπλέον, προσπαθεί να μας παρουσιάσει ως αναξιοπαθούσα μια μάλλον μικρο-μεσοαστική οικογένεια, στην οποία ο πατέρας βγάζει τα προς το ζην όλων των μελών της με διανοητική εργασία σε γραφείο, όχι σε κάποια κοπιώδη χειρωνακτική δουλειά, ενώ διαθέτει και μιαν αρκετά καλή στέγη, προφανώς ιδιόκτητη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια μάλλον προνομιούχο περίπτωση οικογένειας, δεδομένων των προβλημάτων άλλων πολυπληθέστερων κατώτερων στρωμάτων, που αντιμετώπιζαν δυσκολίες και για τα απολύτως χρειώδη (στέγη, αυτοσυντήρηση), συνηθισμένων να εργάζονται πολύ πιο σκληρά χωρίς να βαρυγκωμούν και να κατηγορούν τους άλλους για τα προβλήματά τους.Τελευταίο, εμφανίζεται το Πνεύμα των Φοβικών Συνδρόμων. Εκμεταλλευόμενο τον κοινό σε όλους φόβο του θανάτου, επιστρατεύει κλασικά επιχειρήματα καταστροφολογίας, κινδυνολογίας και απαισιοδοξίας, αντλώντας υλικό τόσο από τα χωράφια της θρησκευτικής εσχατολογίας, όσο και από στερεοτυπικές αγκυλώσεις περί «ανάδελφων πλουσίων» και «μονόχνοτων γερομπισμπίκηδων», όσον αφορά τους κατεξοχήν εκπροσώπους του ελεύθερου πνεύματος, της καλλιέργειας και του κοσμοπολιτισμού διαχρονικά.Η μεταστροφή του κεντρικού ήρωα στο τέλος της νουβέλας θα πρέπει να μας βάλει σε προβληματισμό. Η έλξη που ασκεί η θλιβερή εικόνα του ξεμωραμένου, ημίτρελου και ανεύθυνου πια ήρωα σε συγκεκριμένους ιδεολογικούς χώρους είναι ενδεικτική του τρόπου που αντιλαμβάνονται την πολιτική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, όσο και του μεγέθους της επιζήμιας επιρροής τους στην κοινωνία. Ταυτόχρονα, το βιβλίο μας προειδοποιεί για τη διανοητική σύγχυση που επέρχεται με το πέρασμα της ηλικίας, απόρροια διαφόρων εκφυλιστικών ασθενειών και στιγμών αδυναμίας, από όπου αναδεικνύεται η ανάγκη να προχωράει κανείς όσο το δυνατόν νωρίτερα σε δύσκολες αλλά αναγκαίες αποφάσεις με ταχύ και αποφασιστικό ρυθμό.