26.11.12
22.9.11
10 snapshot videos of R.E.M.
1. Τον Nοέμβρη του 1983, σε μια αρκετά νέα εκπομπή του NBC με παρουσιαστή τον David Letterman, εμφανίζεται για πρώτη φορά στην τηλεόραση μια σχετικά άγνωστη μπάντα από την Αθήνα της Georgia. Το ντεμπούτο τους “Murmur” έχει αποσπάσει εξαιρετικά θετικές κριτικές από τον μουσικό τύπο, χάρη στον ιδιόμορφο ήχο του και τη μυστηριακή, ερμητική στιχουργική του γραφή. Πρώτο single είναι το post-punk Radio Free Europe.
2. «Συναυλιακός χώρος Milton Keynes, 22 Ιουνίου 1985: Βρίσκομαι ψηλά πάνω από τη σκηνή κρεμασμένος στις σκαλωσιές απέναντι σε έναν καταιγιστικό άνεμο, με τη βροχή να πέφτει πάνω στο πρόσωπό μου σαν βελόνες. Ο λόγος που παίρνω αυτό το ρίσκο είναι απλούστατα επειδή προσπαθώ να έχω μια κάπως καλύτερη εικόνα των R.E.M. που παίζουν ζωντανά λίγα μέτρα κάτω μου. Βρέχει καταρρακτωδώς. Αλλά δεν είναι μόνο οι ουρανοί που έχουν ανοίξει, αλλά και το βαριεστημένο κοινό του φεστιβάλ που ανυπομονεί να δει τους U2 και κάνει επίσης τη ζωή δύσκολη στα support συγκροτήματα. Στις μπροστινές σειρές, πίνουν μπύρα μέσα από μεγάλα πλαστικά μπουκάλια, τα οποία στη συνέχεια γεμίζουν με κάτουρο και τα εκσφενδονίζουν στη σκηνή σε όποιο γκρουπ αποδοκιμάζουν, συμπεριλαμβανομένων των R.E.M. (…) O Peter Buck καταφέρνει να αποφύγει με σβελτάδα τα μπουκάλια που έρχονται προς το μέρος του, χωρίς να χάνει ούτε μια νότα. Αλλά ο Michael Stipe είναι ευάλωτος, όπως στέκεται ακλόνητος μπροστά από τη βάση του μικροφώνου. “Ω, σας ευχαριστώ πάρα πολύ,” λέει στο κοινό μετά από μια πολύ κοντινή βολή, “το καλοκαίρι στην Georgia δε μοιάζει καθόλου με αυτό εδώ.” Κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, αλλά το κοινό δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να τους προσέξει, ειδικά εφόσον η πλειοψηφία των τραγουδιών του σετ προέρχεται από το καινούργιο τους άλμπουμ, που ελάχιστοι έχουν μέχρι στιγμής ακούσει. Η συναυλία απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί επιτυχημένη.» Peter Hogan – The complete guide to the music of R.E.M. (Omnibus Press)
Όσο κι αν οι κριτικές στον τύπο εξακολουθούσαν να είναι διθυραμβικές, οι R.E.M. δεν έπαυαν να αποτελούν παγκοσμίως μια σχετικά άσημη μπάντα, που στην πρώτη της περιοδεία στην Αγγλία πολλές φορές δυσκολευόταν να παίξει σε club με ακροατήριο μεγαλύτερο των 100 ατόμων. Εδώ, κατά την προετοιμασία του τρίτου δίσκου τους “Fables of the Reconstruction,” προβάρουν ένα από τα καινούργια τους τραγούδια, το Driver 8.
3. Τα μουσικά βιντεοκλίπ για την προώθηση ενός δίσκου στην τηλεόραση θεωρούνταν τότε από τους R.E.M. μια πλαστή, ξεπερασμένη και ακατάλληλη μορφή επικοινωνίας με το κοινό τους. Έτσι, όποτε καλούνταν να πραγματοποιήσουν κάτι σχετικό για τη δισκογραφική τους εταιρεία, άλλοτε ξανάπαιζαν ζωντανά όλο το κομμάτι για τις ανάγκες της βιντεοσκόπησης (So. Central Rain) ή κατέφευγαν σε απλές, χαμηλού προϋπολογισμού, no-budget λύσεις, όπως στο κλασικό πλέον Fall On Me από το 1986 (βλ. επίσης μια εξαιρετική ανάρτηση σχετικά με αυτό το κομμάτι εδώ).
4. Σε ένα ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε το 1987 για την αναδυόμενη μουσική σκηνή της αμερικανικής Αθήνας, μαζί με συγκροτήματα όπως οι B-52's, οι Pylon και οι Flat Duo Jets, παρουσιάζονται και οι R.E.M. με ένα από τα πιο πρόσφατα τραγούδια τους, το εμπνευσμένο από τον αμερικανικό εμφύλιο Swan, Swan H.
5. Στην τελευταία τους κυκλοφορία στην IRS, (“Document”, 1987) οι R.E.M. κάνουν την πρώτη τους μεγάλη επιτυχία στα charts με το The One I Love. Την επόμενη χρονιά υπογράφουν στην Warner Bros και ηχογραφούν το “Green”. Στο You Are The Everything, από τον δίσκο αυτό, ακούγεται για πρώτη φορά ένα μουσικό όργανο που σταδιακά θα καθιερωνόταν ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του μουσικού τους στίγματος: το μαντολίνο. Εδώ σε μια ζωντανή εκτέλεση στη βρετανική εκπομπή Our Common Future.
6. Το αξιοπερίεργο με τα δύο άλμπουμ που τους εκτόξευσαν στην παγκόσμια αναγνώριση και αποδοχή (“Out Of Time”, 1991 και “Automatic For The People”, 1992) ήταν το γεγονός ότι το γκρουπ, κουρασμένο από τις συνεχείς περιοδείες επί μία δεκαετία, αποφάσισε να μη δώσει συναυλίες μετά την κυκλοφορία τους, δοκιμάζοντας να εκμεταλλευτεί μέσα που έως τότε είχε απορρίψει, όπως τα «επαγγελματικά» βιντεοκλίπ και οι πολλές εμφανίσεις σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές.
Μπορεί οι R.E.M. να έχουν σήμερα ουσιαστικά αποκηρύξει το Shiny Happy People, η συμμετοχή τους όμως στο παιδικό σόου Sesame Street με μια διασκευασμένη εκδοχή του κομματιού (Furry Happy Monsters) έδειχνε πως ακόμα κι αν η κριτική πως «είχαν ξεπουληθεί» σε πιο εμπορικά μονοπάτια είχε κάποια βάση, κατάφερναν να το κάνουν με πραγματικά πολύ ξεχωριστό στυλ.
7. Η αποχώρηση του drummer Bill Berry – όχι απλά από τους R.E.M., αλλά από κάθε επαγγελματική μουσική δραστηριότητα – μετά την ολοκλήρωση του “New Adventures In Hi-Fi” και λίγο καιρό έπειτα από μια δύσκολη περιπέτεια της υγείας του (κατέρρευσε λόγω εγκεφαλικού ανευρύσματος σε συναυλία το 1995), σηματοδότησε ένα κρίσιμο σημείο καμπής στην πορεία των R.E.M. Συμπτωματικά, στο τελευταίο single τους με τον Berry στις τάξεις τους, ο ρυθμός των ντραμς αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία χτίζεται όλο το κομμάτι, στο θαυμάσιο How The West Was Won And Where It Got Us.
8. Ένα από τα ωραιότερα τραγούδια της νεότερης αυτής φάσης των R.E.M. ως τριμελές σχήμα είναι και το Disappear από το παραγνωρισμένο “Reveal” του 2001, εδώ σε μία από τις ελάχιστες φορές που παίχτηκε ζωντανά (στο MTV unplugged).
9. Η επιστροφή τους σε έναν πολύ πιο δυναμικό rock ήχο και στην πολιτική διαμαρτυρία έκανε το “Accelerate” του 2008 έναν αναπάντεχα σπουδαίο δίσκο σε μια χρονική στιγμή που δεν το περίμενε κανείς. Το Mr. Richards από τα sessions της περιόδου αυτής, εδώ σε μια ακουστική εκτέλεση «εν κινήσει».
10. Για τον τελευταίο τους δίσκο – που δεν τους βρίσκει στο ζενίθ της δημιουργικότητάς τους, χωρίς να είναι επ’ ουδενί κακός (there’s no such thing as a bad R.E.M. record) – γυρίστηκαν shortfilms από διαφορετικούς σκηνοθέτες για κάθε ένα κομμάτι του, σε μια διαδικασία που βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη, την ώρα που το συγκρότημα ανακοίνωσε ομόφωνα τη διάλυσή του. Ο Stipe συμμετέχοντας κι ο ίδιος στο κλιπ του Alligator_Aviator_Autopilot_Antimatter μοιάζει κάπως να προεξοφλεί την εξέλιξη αυτή με το τελικό βλέμμα του στο ιδιόρρυθμο αυτό βίντεο, με guest την εκκεντρική Peaches.
2. «Συναυλιακός χώρος Milton Keynes, 22 Ιουνίου 1985: Βρίσκομαι ψηλά πάνω από τη σκηνή κρεμασμένος στις σκαλωσιές απέναντι σε έναν καταιγιστικό άνεμο, με τη βροχή να πέφτει πάνω στο πρόσωπό μου σαν βελόνες. Ο λόγος που παίρνω αυτό το ρίσκο είναι απλούστατα επειδή προσπαθώ να έχω μια κάπως καλύτερη εικόνα των R.E.M. που παίζουν ζωντανά λίγα μέτρα κάτω μου. Βρέχει καταρρακτωδώς. Αλλά δεν είναι μόνο οι ουρανοί που έχουν ανοίξει, αλλά και το βαριεστημένο κοινό του φεστιβάλ που ανυπομονεί να δει τους U2 και κάνει επίσης τη ζωή δύσκολη στα support συγκροτήματα. Στις μπροστινές σειρές, πίνουν μπύρα μέσα από μεγάλα πλαστικά μπουκάλια, τα οποία στη συνέχεια γεμίζουν με κάτουρο και τα εκσφενδονίζουν στη σκηνή σε όποιο γκρουπ αποδοκιμάζουν, συμπεριλαμβανομένων των R.E.M. (…) O Peter Buck καταφέρνει να αποφύγει με σβελτάδα τα μπουκάλια που έρχονται προς το μέρος του, χωρίς να χάνει ούτε μια νότα. Αλλά ο Michael Stipe είναι ευάλωτος, όπως στέκεται ακλόνητος μπροστά από τη βάση του μικροφώνου. “Ω, σας ευχαριστώ πάρα πολύ,” λέει στο κοινό μετά από μια πολύ κοντινή βολή, “το καλοκαίρι στην Georgia δε μοιάζει καθόλου με αυτό εδώ.” Κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, αλλά το κοινό δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να τους προσέξει, ειδικά εφόσον η πλειοψηφία των τραγουδιών του σετ προέρχεται από το καινούργιο τους άλμπουμ, που ελάχιστοι έχουν μέχρι στιγμής ακούσει. Η συναυλία απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί επιτυχημένη.» Peter Hogan – The complete guide to the music of R.E.M. (Omnibus Press)
Όσο κι αν οι κριτικές στον τύπο εξακολουθούσαν να είναι διθυραμβικές, οι R.E.M. δεν έπαυαν να αποτελούν παγκοσμίως μια σχετικά άσημη μπάντα, που στην πρώτη της περιοδεία στην Αγγλία πολλές φορές δυσκολευόταν να παίξει σε club με ακροατήριο μεγαλύτερο των 100 ατόμων. Εδώ, κατά την προετοιμασία του τρίτου δίσκου τους “Fables of the Reconstruction,” προβάρουν ένα από τα καινούργια τους τραγούδια, το Driver 8.
3. Τα μουσικά βιντεοκλίπ για την προώθηση ενός δίσκου στην τηλεόραση θεωρούνταν τότε από τους R.E.M. μια πλαστή, ξεπερασμένη και ακατάλληλη μορφή επικοινωνίας με το κοινό τους. Έτσι, όποτε καλούνταν να πραγματοποιήσουν κάτι σχετικό για τη δισκογραφική τους εταιρεία, άλλοτε ξανάπαιζαν ζωντανά όλο το κομμάτι για τις ανάγκες της βιντεοσκόπησης (So. Central Rain) ή κατέφευγαν σε απλές, χαμηλού προϋπολογισμού, no-budget λύσεις, όπως στο κλασικό πλέον Fall On Me από το 1986 (βλ. επίσης μια εξαιρετική ανάρτηση σχετικά με αυτό το κομμάτι εδώ).
4. Σε ένα ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε το 1987 για την αναδυόμενη μουσική σκηνή της αμερικανικής Αθήνας, μαζί με συγκροτήματα όπως οι B-52's, οι Pylon και οι Flat Duo Jets, παρουσιάζονται και οι R.E.M. με ένα από τα πιο πρόσφατα τραγούδια τους, το εμπνευσμένο από τον αμερικανικό εμφύλιο Swan, Swan H.
5. Στην τελευταία τους κυκλοφορία στην IRS, (“Document”, 1987) οι R.E.M. κάνουν την πρώτη τους μεγάλη επιτυχία στα charts με το The One I Love. Την επόμενη χρονιά υπογράφουν στην Warner Bros και ηχογραφούν το “Green”. Στο You Are The Everything, από τον δίσκο αυτό, ακούγεται για πρώτη φορά ένα μουσικό όργανο που σταδιακά θα καθιερωνόταν ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του μουσικού τους στίγματος: το μαντολίνο. Εδώ σε μια ζωντανή εκτέλεση στη βρετανική εκπομπή Our Common Future.
6. Το αξιοπερίεργο με τα δύο άλμπουμ που τους εκτόξευσαν στην παγκόσμια αναγνώριση και αποδοχή (“Out Of Time”, 1991 και “Automatic For The People”, 1992) ήταν το γεγονός ότι το γκρουπ, κουρασμένο από τις συνεχείς περιοδείες επί μία δεκαετία, αποφάσισε να μη δώσει συναυλίες μετά την κυκλοφορία τους, δοκιμάζοντας να εκμεταλλευτεί μέσα που έως τότε είχε απορρίψει, όπως τα «επαγγελματικά» βιντεοκλίπ και οι πολλές εμφανίσεις σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές.
Μπορεί οι R.E.M. να έχουν σήμερα ουσιαστικά αποκηρύξει το Shiny Happy People, η συμμετοχή τους όμως στο παιδικό σόου Sesame Street με μια διασκευασμένη εκδοχή του κομματιού (Furry Happy Monsters) έδειχνε πως ακόμα κι αν η κριτική πως «είχαν ξεπουληθεί» σε πιο εμπορικά μονοπάτια είχε κάποια βάση, κατάφερναν να το κάνουν με πραγματικά πολύ ξεχωριστό στυλ.
7. Η αποχώρηση του drummer Bill Berry – όχι απλά από τους R.E.M., αλλά από κάθε επαγγελματική μουσική δραστηριότητα – μετά την ολοκλήρωση του “New Adventures In Hi-Fi” και λίγο καιρό έπειτα από μια δύσκολη περιπέτεια της υγείας του (κατέρρευσε λόγω εγκεφαλικού ανευρύσματος σε συναυλία το 1995), σηματοδότησε ένα κρίσιμο σημείο καμπής στην πορεία των R.E.M. Συμπτωματικά, στο τελευταίο single τους με τον Berry στις τάξεις τους, ο ρυθμός των ντραμς αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία χτίζεται όλο το κομμάτι, στο θαυμάσιο How The West Was Won And Where It Got Us.
8. Ένα από τα ωραιότερα τραγούδια της νεότερης αυτής φάσης των R.E.M. ως τριμελές σχήμα είναι και το Disappear από το παραγνωρισμένο “Reveal” του 2001, εδώ σε μία από τις ελάχιστες φορές που παίχτηκε ζωντανά (στο MTV unplugged).
9. Η επιστροφή τους σε έναν πολύ πιο δυναμικό rock ήχο και στην πολιτική διαμαρτυρία έκανε το “Accelerate” του 2008 έναν αναπάντεχα σπουδαίο δίσκο σε μια χρονική στιγμή που δεν το περίμενε κανείς. Το Mr. Richards από τα sessions της περιόδου αυτής, εδώ σε μια ακουστική εκτέλεση «εν κινήσει».
10. Για τον τελευταίο τους δίσκο – που δεν τους βρίσκει στο ζενίθ της δημιουργικότητάς τους, χωρίς να είναι επ’ ουδενί κακός (there’s no such thing as a bad R.E.M. record) – γυρίστηκαν shortfilms από διαφορετικούς σκηνοθέτες για κάθε ένα κομμάτι του, σε μια διαδικασία που βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη, την ώρα που το συγκρότημα ανακοίνωσε ομόφωνα τη διάλυσή του. Ο Stipe συμμετέχοντας κι ο ίδιος στο κλιπ του Alligator_Aviator_Autopilot_Antimatter μοιάζει κάπως να προεξοφλεί την εξέλιξη αυτή με το τελικό βλέμμα του στο ιδιόρρυθμο αυτό βίντεο, με guest την εκκεντρική Peaches.
μικρά (16)
-------------------------------------
«Είναι φανερό, το μέλημα ήταν και είναι ένα. Με την απολιτικοποίηση –και τη συνακόλουθη ηθικοποίηση– της πολιτικής αρνούμαστε πως είμαστε εμείς, σαν κατεστημένο πλέον, ο στόχος της αποδοκιμασίας και της βίας, πως είμαστε εμείς ο αποδέκτης της μούντζας και της ροχάλας, αφού εμείς είμαστε σήμερα εξουσία, ή το αξιοδάκρυτο πια: αεριστές και γλειφτρόνια της εξουσίας.»
Αυτή είναι η κατακλείδα του τελευταίου κειμένου («Όταν εμείς ανακαλύπταμε την ανομία...») που έστειλε ο Γιάννης Χάρης στα «Νέα», αλλά δε δημοσιεύτηκε ποτέ. Αντίθετα, ειδοποιήθηκε ότι, λόγω περικοπών, η συνεργασία τους θα διακοπεί. Προβοκατόρικο ερώτημα: πόσοι άραγε να αναγνώρισαν τους εαυτούς τους στα παραπάνω λόγια;
3.1.11
Come Down With Us
Τη συγκεκριμένη συλλογή την είχα γράψει κάπου εφτά χρόνια πριν˙ την ξέθαψα πρόσφατα και την ξανάκουσα, παίρνοντας έτσι την ιδέα να την ανεβάσω εδώ, μαζί με άλλες δύο ακόμη, κάπως σαν αντιστάθμισμα για το διάστημα της (έως τώρα και επερχόμενης) αναγκαστικής απουσίας μου από το μπλογκ και τις διαδικτυακές γειτονιές γενικότερα.
Ξεκινώντας από τις ΗΠΑ και πηγαίνοντας προς Βρετανία, με κάποιες στάσεις σε Καναδά, Ιρλανδία και Γαλλία, οι επιλογές των κομματιών μπορεί να μην αποτελούν τον ορισμό του σπάνιου ή ψαγμένου, φτιάχνουν όμως ένα ενδεικτικό soundtrack της μουσικής των late 90s - early 00s και καταγράφουν κάμποσες προσωπικές αδυναμίες.
Καλή χρονιά!
Come Down With Us (18 trks; 74m 41s)
Ξεκινώντας από τις ΗΠΑ και πηγαίνοντας προς Βρετανία, με κάποιες στάσεις σε Καναδά, Ιρλανδία και Γαλλία, οι επιλογές των κομματιών μπορεί να μην αποτελούν τον ορισμό του σπάνιου ή ψαγμένου, φτιάχνουν όμως ένα ενδεικτικό soundtrack της μουσικής των late 90s - early 00s και καταγράφουν κάμποσες προσωπικές αδυναμίες.
Καλή χρονιά!
Come Down With Us (18 trks; 74m 41s)
Strictly Roots Vol. 1
Η αγάπη του μπλογκ για τη reggae είναι μάλλον κάτι παραπάνω από γνωστή στους τακτικούς αναγνώστες του. Η παρακάτω συλλογή από roots στιγμές της δεκαετίας του '70 (με κατά βάση μινόρε κλίμακες, αργούς, βαρείς ρυθμούς και conscious θεματολογία) μπορεί να θεωρηθεί προέκταση ενός podcast σε μια παλιότερη ανάρτηση.
Αν τα τραγούδια της συλλογής σας αφήσουν ασυγκίνητους, μπορείτε να σβήσετε οριστικά τη reggae από τις επιλογές σας, εφόσον την έχετε δοκιμάσει στην αυθεντική μορφή της, πέρα από τα στερεότυπα της εύκολης, ελαφριάς, καλοκαιρινής μουσικής για ηλιοκαμένους τουρίστες.
Strictly Roots Vol. 1 (24 trks; 79m 28s)
Αν τα τραγούδια της συλλογής σας αφήσουν ασυγκίνητους, μπορείτε να σβήσετε οριστικά τη reggae από τις επιλογές σας, εφόσον την έχετε δοκιμάσει στην αυθεντική μορφή της, πέρα από τα στερεότυπα της εύκολης, ελαφριάς, καλοκαιρινής μουσικής για ηλιοκαμένους τουρίστες.
Strictly Roots Vol. 1 (24 trks; 79m 28s)
Select Cuts from Blood & Fire
Μέσα στην τριετία 2000-2002 η γερμανική εταιρεία Select Cuts (sub-label της Echo Beach) κυκλοφόρησε τρεις συλλογές (1,2,3) και μερικά δωδεκάιντσα με remix πάνω σε κλασικά κομμάτια από τον κατάλογο της Blood & Fire, της σημαντικότερης πιθανότατα εταιρείας επανέκδοσης reggae/dub δίσκων.
Οι συμμετέχοντες remixers προέρχονταν είτε από τον χώρο της κατά βάση βρετανικής neo-dub σκηνής (Groove Corporation, Dreadzone, Zion Train, Disciples), είτε ανήκαν σε σχήματα γνωστά σε ένα ευρύτερο ακροατήριο (Leftfield, Apollo 440, The Orb, Stereo MCs), που ήταν δύσκολο να αντισταθούν στον πειρασμό του να πειραματιστούν πάνω σε standards των King Tubby, Yabby You, Gregory Isaacs, Horace Andy, Big Youth κ.ά., όπως επιλέχτηκαν μέσα από τις εκλεκτικές συλλογές της Blood & Fire.
Μετά το οριστικό κλείσιμο της γερμανικής EFA, υπεύθυνης για τη διανομή των δίσκων, οι συλλογές αυτές δεν κυκλοφορούν πλέον στα δισκοπωλεία. Παρακάτω, βρίσκεται μια επιλογή με highlights από τα συγκεκριμένα άλμπουμ – όπου συγκαταλέγονται, κατά τη γνώμη μου, κυρίως τα λιγότερο γνωστά γκρουπ – χρονικής διάρκειας ίσης με ένα CD.
Οι συμμετέχοντες remixers προέρχονταν είτε από τον χώρο της κατά βάση βρετανικής neo-dub σκηνής (Groove Corporation, Dreadzone, Zion Train, Disciples), είτε ανήκαν σε σχήματα γνωστά σε ένα ευρύτερο ακροατήριο (Leftfield, Apollo 440, The Orb, Stereo MCs), που ήταν δύσκολο να αντισταθούν στον πειρασμό του να πειραματιστούν πάνω σε standards των King Tubby, Yabby You, Gregory Isaacs, Horace Andy, Big Youth κ.ά., όπως επιλέχτηκαν μέσα από τις εκλεκτικές συλλογές της Blood & Fire.
Μετά το οριστικό κλείσιμο της γερμανικής EFA, υπεύθυνης για τη διανομή των δίσκων, οι συλλογές αυτές δεν κυκλοφορούν πλέον στα δισκοπωλεία. Παρακάτω, βρίσκεται μια επιλογή με highlights από τα συγκεκριμένα άλμπουμ – όπου συγκαταλέγονται, κατά τη γνώμη μου, κυρίως τα λιγότερο γνωστά γκρουπ – χρονικής διάρκειας ίσης με ένα CD.
Select Cuts from Blood & Fire (15 trks; 78m 56s)
Ετικέτες
μουσική,
compilation,
dub,
electronica,
reggae
27.10.10
Present Arms
You got no job, you got no pay
Join the military, sign today
They'll send you off to fight on foreign shores
You'll be your mother's pride and joy
Her armed and dangerous golden boy
They'll pay you to protect what isn't yours
You'll be your mother's pride and joy
Her armed and dangerous golden boy
The uniformed hero shows no fear
The khaki ranks of flesh and steel
Learning how to smile and kill
They'll teach you to ignore the screams and tears
(UB40, Present Arms, 1981)
Μπορεί να μην πρόκειται και για τον πόλεμο των Φόκλαντς (με αφορμή τον οποίο γράφτηκε το παραπάνω κομμάτι των UB40), ο λόγος της εξαφάνισης μου όμως το επόμενο διάστημα θα ακούει στο όνομα «ελληνικός στρατός».
Arrivederci!
Join the military, sign today
They'll send you off to fight on foreign shores
You'll be your mother's pride and joy
Her armed and dangerous golden boy
They'll pay you to protect what isn't yours
You'll be your mother's pride and joy
Her armed and dangerous golden boy
The uniformed hero shows no fear
The khaki ranks of flesh and steel
Learning how to smile and kill
They'll teach you to ignore the screams and tears
(UB40, Present Arms, 1981)
Μπορεί να μην πρόκειται και για τον πόλεμο των Φόκλαντς (με αφορμή τον οποίο γράφτηκε το παραπάνω κομμάτι των UB40), ο λόγος της εξαφάνισης μου όμως το επόμενο διάστημα θα ακούει στο όνομα «ελληνικός στρατός».
Arrivederci!
Ετικέτες
μουσική,
προσωπικές ιστορίες,
reggae,
videos
23.10.10
John Holloway: Η κραυγή
Πώς θα ήταν ένας αληθινός κόσμος; Ίσως έχουμε σχηματίσει μια ασαφή ιδέα του: ένας κόσμος δικαιοσύνης, ένας κόσμος στον οποίο οι άνθρωποι θα μπορούν να σχετίζονται μεταξύ τους ως άνθρωποι και όχι ως πράγματα, ένας κόσμος στον οποίο οι ίδιοι οι άνθρωποι διαμορφώνουν τη ζωή τους. Ωστόσο δεν χρειάζεται να έχουμε διαμορφώσει μια εικόνα του πώς θα ήταν ένας αληθινός κόσμος για να αισθανθούμε ότι αυτός που υπάρχει είναι ριζικά εσφαλμένος. Το ότι αισθανόμαστε πως ο κόσμος είναι άδικος δεν σημαίνει απαραίτητα πως έχουμε διαμορφώσει την εικόνα μιας ουτοπίας για να τον αντικαταστήσουμε. Ούτε σημαίνει απαραίτητα πως έχουμε σχηματίσει μια ρομαντική ιδέα του τύπου «κάποια μέρα θα έρθει ο πρίγκιπας μου» που υπονοεί ότι -παρόλο που ο κόσμος είναι εσφαλμένος σήμερα- κάποια μέρα θα φτάσουμε σε έναν αληθινό κόσμο, στη γη της επαγγελίας, στο αίσιο τέλος. Δεν χρειαζόμαστε καμιά υπόσχεση αισίου τέλους για να δικαιολογήσουμε την απόρριψη ενός κόσμου που τον νιώθουμε εσφαλμένο.
Αυτό είναι το αφετηριακό μας σημείο: η απόρριψη ενός κόσμου που αισθανόμαστε ότι είναι εσφαλμένος, η άρνηση ενός κόσμου που τον νιώθουμε αρνητικό. Από εκεί πρέπει να πιαστούμε.
Μάλιστα να «γαντζωθούμε», γιατί υπάρχουν τόσο πολλά που μπορούν να κατασιγάσουν την αρνητικότητά μας και να καταπνίξουν την κραυγή μας. Ο θυμός μας πυροδοτείται διαρκώς από την εμπειρία, αλλά κάθε προσπάθεια έκφρασης αυτού του θυμού προσκρούει πάνω σε έναν τοίχο φτιαγμένο από απορροφητικό βαμβάκι. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τόσο πολλά επιχειρήματα, φαινομενικά αρκετά λογικά. Υπάρχουν τόσοι τρόποι για να στρέψουν την κραυγή ενάντιά μας, να μας κοιτάξουν και να μας ρωτήσουν γιατί κραυγάζουμε. Μήπως οφείλεται στην ηλικία μας, στην κοινωνική μας προέλευση ή απλώς είμαστε τόσο αρνητικοί λόγω κάποιας ψυχολογικής δυσπροσαρμοστικότητας: Μήπως πεινάμε, μήπως δεν κοιμηθήκαμε καλά ή αισθανόμαστε απλώς εκνευρισμό πριν από την περίοδο; Μήπως δεν κατανοούμε πόσο περίπλοκος είναι ο κόσμος, τις πρακτικές δυσκολίες που εμποδίζουν την εφαρμογή ριζικών αλλαγών; Μήπως δεν γνωρίζουμε ότι είναι αντιεπιστημονικό να κραυγάζουμε;
Έτσι μας παρακινούν (και αισθανόμαστε και οι ίδιοι την ανάγκη) να μελετήσουμε την κοινωνία και να ανατρέξουμε στην κοινωνική και πολιτική θεωρία. Και τότε συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο. Όσο περισσότερο μελετάμε την κοινωνία, τόσο περισσότερο η αρνητικότητά μας αμβλύνεται ή παραμερίζεται ως άσχετη. Δεν υπάρχει χώρος για την κραυγή στον ακαδημαϊκό λόγο. Επιπλέον, η ακαδημαϊκή μελέτη μας παρέχει μία γλώσσα και έναν τρόπο σκέψης με τα οποία πολύ δύσκολα εκφράζουμε την κραυγή μας. Η κραυγή, αν εμφανιστεί, γίνεται αντιληπτή σαν κάτι που χρήζει εξήγησης, όχι σαν κάτι που πρέπει να αρθρωθεί. Από ερωτηματικό για την κοινωνία, η κραυγή καθίσταται αντικείμενο ανάλυσης. Γιατί κραυγάζουμε; Ή μάλλον -καθώς εμείς είμαστε πλέον κοινωνικοί επιστήμονες- γιατί αυτοί κραυγάζουν; Πώς εξηγούμε την κοινωνική εξέγερση, την κοινωνική δυσαρέσκεια; Η κραυγή ακυρώνεται συστηματικά με την αναγωγή στα συμφραζόμενα της. Οι άνθρωποι κραυγάζουν λόγω των βρεφικών εμπειριών τους, λόγω της μοντερνιστικής σύλληψης περί υποκειμένου, λόγω της ανθυγιεινής τους διατροφής, λόγω της εξασθένησης των οικογενειακών δομών: όλες αυτές οι εξηγήσεις υποστηρίζονται από στατιστικά τεκμηριωμένες έρευνες. Η ύπαρξη της κραυγής δεν αμφισβητείται ολοκληρωτικά, αλλά στερείται κάθε εγκυρότητας. Καθώς αποχωρίζεται από το «εμείς» και προβάλλεται σε ένα «αυτοί», η κραυγή αποκλείεται από την επιστημονική μέθοδο. Όταν γινόμαστε κοινωνικοί επιστήμονες, μαθαίνουμε πως, για να κατανοήσουμε, πρέπει να επιδιώξουμε την αντικειμενικότητα, να αφήσουμε κατά μέρος τα αισθήματα μας. Δεν είναι τόσο το τι μαθαίνουμε, αλλά το πώς το μαθαίνουμε που φαίνεται να καταπνίγει την κραυγή μας. Πρόκειται για μια ολόκληρη δομή σκέψης που μας αφοπλίζει.
Ωστόσο τίποτε απ' όσα προκάλεσαν την αρχική μας οργή δεν έχει εξαφανιστεί. Ίσως μάθαμε πως όσα μας εξοργίζουν σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρη ενός συστήματος κοινωνικής κυριαρχίας, αλλά κατά κάποιο τρόπο η αρνητικότητά μας εξαλείφθηκε. Και όμως η φρίκη του κόσμου συνεχίζεται. Γι' αυτό είναι απαραίτητο να επιδοθούμε σε ένα επιστημονικό ταμπού: να κραυγάσουμε σαν παιδιά, να υψώσουμε την κραυγή πάνω απ' όλες τις δομικές εξηγήσεις και να πούμε: «Δεν μας ενδιαφέρει η ψυχιατρική διάγνωση, δεν μας ενδιαφέρει εάν η υποκειμενικότητα μας είναι μια κοινωνική κατασκευή: αυτή είναι η κραυγή μας, αυτός είναι ο πόνος μας, αυτά είναι τα δάκρυα μας. Δεν θα επιτρέψουμε να μετριαστεί η οργή μας από την πραγματικότητα, αντίθετα η πραγματικότητα πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στην κραυγή μας. Πείτε ότι κάνουμε σαν παιδιά ή σαν έφηβοι, αλλά αυτό είναι το αφετηριακό μας σημείο: κραυγάζουμε».
John Holloway, Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία (Το νόημα της επανάστασης σήμερα), μτφ. Άννα Χόλογουεη, εκδ. Σαββάλας
Αυτό είναι το αφετηριακό μας σημείο: η απόρριψη ενός κόσμου που αισθανόμαστε ότι είναι εσφαλμένος, η άρνηση ενός κόσμου που τον νιώθουμε αρνητικό. Από εκεί πρέπει να πιαστούμε.
Μάλιστα να «γαντζωθούμε», γιατί υπάρχουν τόσο πολλά που μπορούν να κατασιγάσουν την αρνητικότητά μας και να καταπνίξουν την κραυγή μας. Ο θυμός μας πυροδοτείται διαρκώς από την εμπειρία, αλλά κάθε προσπάθεια έκφρασης αυτού του θυμού προσκρούει πάνω σε έναν τοίχο φτιαγμένο από απορροφητικό βαμβάκι. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τόσο πολλά επιχειρήματα, φαινομενικά αρκετά λογικά. Υπάρχουν τόσοι τρόποι για να στρέψουν την κραυγή ενάντιά μας, να μας κοιτάξουν και να μας ρωτήσουν γιατί κραυγάζουμε. Μήπως οφείλεται στην ηλικία μας, στην κοινωνική μας προέλευση ή απλώς είμαστε τόσο αρνητικοί λόγω κάποιας ψυχολογικής δυσπροσαρμοστικότητας: Μήπως πεινάμε, μήπως δεν κοιμηθήκαμε καλά ή αισθανόμαστε απλώς εκνευρισμό πριν από την περίοδο; Μήπως δεν κατανοούμε πόσο περίπλοκος είναι ο κόσμος, τις πρακτικές δυσκολίες που εμποδίζουν την εφαρμογή ριζικών αλλαγών; Μήπως δεν γνωρίζουμε ότι είναι αντιεπιστημονικό να κραυγάζουμε;
Έτσι μας παρακινούν (και αισθανόμαστε και οι ίδιοι την ανάγκη) να μελετήσουμε την κοινωνία και να ανατρέξουμε στην κοινωνική και πολιτική θεωρία. Και τότε συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο. Όσο περισσότερο μελετάμε την κοινωνία, τόσο περισσότερο η αρνητικότητά μας αμβλύνεται ή παραμερίζεται ως άσχετη. Δεν υπάρχει χώρος για την κραυγή στον ακαδημαϊκό λόγο. Επιπλέον, η ακαδημαϊκή μελέτη μας παρέχει μία γλώσσα και έναν τρόπο σκέψης με τα οποία πολύ δύσκολα εκφράζουμε την κραυγή μας. Η κραυγή, αν εμφανιστεί, γίνεται αντιληπτή σαν κάτι που χρήζει εξήγησης, όχι σαν κάτι που πρέπει να αρθρωθεί. Από ερωτηματικό για την κοινωνία, η κραυγή καθίσταται αντικείμενο ανάλυσης. Γιατί κραυγάζουμε; Ή μάλλον -καθώς εμείς είμαστε πλέον κοινωνικοί επιστήμονες- γιατί αυτοί κραυγάζουν; Πώς εξηγούμε την κοινωνική εξέγερση, την κοινωνική δυσαρέσκεια; Η κραυγή ακυρώνεται συστηματικά με την αναγωγή στα συμφραζόμενα της. Οι άνθρωποι κραυγάζουν λόγω των βρεφικών εμπειριών τους, λόγω της μοντερνιστικής σύλληψης περί υποκειμένου, λόγω της ανθυγιεινής τους διατροφής, λόγω της εξασθένησης των οικογενειακών δομών: όλες αυτές οι εξηγήσεις υποστηρίζονται από στατιστικά τεκμηριωμένες έρευνες. Η ύπαρξη της κραυγής δεν αμφισβητείται ολοκληρωτικά, αλλά στερείται κάθε εγκυρότητας. Καθώς αποχωρίζεται από το «εμείς» και προβάλλεται σε ένα «αυτοί», η κραυγή αποκλείεται από την επιστημονική μέθοδο. Όταν γινόμαστε κοινωνικοί επιστήμονες, μαθαίνουμε πως, για να κατανοήσουμε, πρέπει να επιδιώξουμε την αντικειμενικότητα, να αφήσουμε κατά μέρος τα αισθήματα μας. Δεν είναι τόσο το τι μαθαίνουμε, αλλά το πώς το μαθαίνουμε που φαίνεται να καταπνίγει την κραυγή μας. Πρόκειται για μια ολόκληρη δομή σκέψης που μας αφοπλίζει.
Ωστόσο τίποτε απ' όσα προκάλεσαν την αρχική μας οργή δεν έχει εξαφανιστεί. Ίσως μάθαμε πως όσα μας εξοργίζουν σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρη ενός συστήματος κοινωνικής κυριαρχίας, αλλά κατά κάποιο τρόπο η αρνητικότητά μας εξαλείφθηκε. Και όμως η φρίκη του κόσμου συνεχίζεται. Γι' αυτό είναι απαραίτητο να επιδοθούμε σε ένα επιστημονικό ταμπού: να κραυγάσουμε σαν παιδιά, να υψώσουμε την κραυγή πάνω απ' όλες τις δομικές εξηγήσεις και να πούμε: «Δεν μας ενδιαφέρει η ψυχιατρική διάγνωση, δεν μας ενδιαφέρει εάν η υποκειμενικότητα μας είναι μια κοινωνική κατασκευή: αυτή είναι η κραυγή μας, αυτός είναι ο πόνος μας, αυτά είναι τα δάκρυα μας. Δεν θα επιτρέψουμε να μετριαστεί η οργή μας από την πραγματικότητα, αντίθετα η πραγματικότητα πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στην κραυγή μας. Πείτε ότι κάνουμε σαν παιδιά ή σαν έφηβοι, αλλά αυτό είναι το αφετηριακό μας σημείο: κραυγάζουμε».
John Holloway, Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία (Το νόημα της επανάστασης σήμερα), μτφ. Άννα Χόλογουεη, εκδ. Σαββάλας
16.10.10
Ξένοι στην ίδια πόλη
Η εφημερίδα «Ποντίκι» διοργάνωσε πρόσφατα έναν διαγωνισμό κόμικς με γενικό τίτλο «Ξένοι στην ίδια πόλη», κεντρική ιδέα που κάθε σχεδιαστής μπορούσε να επεξεργαστεί ελεύθερα. Δεκαεφτά από τις συμμετοχές (3 βραβεία, 3 ειδικές διακρίσεις και 11 έπαινοι) δημοσιεύτηκαν σε ειδικό συνοδευτικό ένθετο τον περασμένο μήνα.
Αυτή η αυτοβιογραφική διήγηση μιας δασκάλας σε διαπολιτισμικό σχολείο ήταν η ιστορία που μου άρεσε περισσότερο:
Αυτή η αυτοβιογραφική διήγηση μιας δασκάλας σε διαπολιτισμικό σχολείο ήταν η ιστορία που μου άρεσε περισσότερο:
(κλικ στις σελίδες για μεγέθυνση)
12.10.10
Dub Syndicate - More Dub
Με αφορμή την κυκλοφορία της διπλής συλλογής-ανασκόπησης της πορείας των Dub Syndicate με τίτλο "The Royal Variety Show - The Best of Dub Syndicate", ακολουθεί ένα podcast με αποσπάσματα από 10 κομμάτια που δεν συμπεριλήφθηκαν στην τελική επιλογή.
Το ξεκίνημα γίνεται με ένα track ("Humourless Journalist Works To Rules") από το ντεμπούτο τους ("Pounding System") με τον βαρύ, στεγνό και ογκώδη dub ήχο του, επηρεασμένο από τις αντίστοιχες παραγωγές των χιουμοριστικών pseudo-concept δίσκων του Scientist στην Greensleeves την ίδια περίοδο. Καθώς το dub σταδιακά εγκαταλείπεται από τη χώρα καταγωγής του κατά τη διάρκεια της dancehall-crazed δεκαετίας του '80, το συνεργατικό σχήμα των Scott-Sherwood βρίσκει ακολούθως την ευκαιρία να πειραματιστεί με νέες τεχνικές σε αδοκίμαστες ως τότε προσμίξεις. Το "Ravi Shankar" με τον χαρακτηριστικό ήχο του sitar emulator αποτελεί εδώ και κάτι παραπάνω από δύο δεκαετίες το εισαγωγικό σήμα της μακροβιότερης εξωτερικής παραγωγής του BBC Radio Lancashire (της εκπομπής On The Wire του Steve Barker), ενώ στο "No Alternative" η σαμπλαρισμένη φωνή της Margaret Thatcher ("there is no alternative but to fight, all other roads are shut off") περασμένη μέσα από παραμορφωτικό φίλτρο αναποδογυρίζει νοηματικά για να μετατραπεί σε κάλεσμα αγωνιστικής αντίστασης.
Από τη δεκαετία του '90, περιλαμβάνεται μια διασκευή του Bim Sherman στο "Can't Take It Easy" του Gregory Isaacs, μια συνεργασία με τον αμερικανό rapper των Spearhead, Michael Franti ("No No") και τρεις πιο κλασικές dubwise στιγμές στο βραδυφλεγές "African Landing", το δυναμικό "Jamaican Jig" και το ανορθόδοξο beat του "Wake Up" (με vocal samples από Big Youth). Σε δύο επιλογές από τους πιο πρόσφατους δίσκους τους, ο dancehall-don Capleton βρίσκεται στα καλύτερά του στο "Time" και ο Cedric Myton των ιστορικών Congos προσθέτει το χαρακτηριστικό falsetto του σε μια πιο roots στιγμή ("No Bed Of Roses").
Listen & enjoy:
1. Humourless Journalist Works To Rules
2. Ravi Shankar Pt. 1
3. No Alternative (But To Fight)
4. Can't Take It Easy [ft. Bim Sherman]
5. No No [ft. Michael Franti]
6. African Landing
7. Jamaican Jig
8. Wake Up
9. Time [ft. Capleton]
10. No Bed Of Roses [ft. Cedric Myton]
Το ξεκίνημα γίνεται με ένα track ("Humourless Journalist Works To Rules") από το ντεμπούτο τους ("Pounding System") με τον βαρύ, στεγνό και ογκώδη dub ήχο του, επηρεασμένο από τις αντίστοιχες παραγωγές των χιουμοριστικών pseudo-concept δίσκων του Scientist στην Greensleeves την ίδια περίοδο. Καθώς το dub σταδιακά εγκαταλείπεται από τη χώρα καταγωγής του κατά τη διάρκεια της dancehall-crazed δεκαετίας του '80, το συνεργατικό σχήμα των Scott-Sherwood βρίσκει ακολούθως την ευκαιρία να πειραματιστεί με νέες τεχνικές σε αδοκίμαστες ως τότε προσμίξεις. Το "Ravi Shankar" με τον χαρακτηριστικό ήχο του sitar emulator αποτελεί εδώ και κάτι παραπάνω από δύο δεκαετίες το εισαγωγικό σήμα της μακροβιότερης εξωτερικής παραγωγής του BBC Radio Lancashire (της εκπομπής On The Wire του Steve Barker), ενώ στο "No Alternative" η σαμπλαρισμένη φωνή της Margaret Thatcher ("there is no alternative but to fight, all other roads are shut off") περασμένη μέσα από παραμορφωτικό φίλτρο αναποδογυρίζει νοηματικά για να μετατραπεί σε κάλεσμα αγωνιστικής αντίστασης.
Από τη δεκαετία του '90, περιλαμβάνεται μια διασκευή του Bim Sherman στο "Can't Take It Easy" του Gregory Isaacs, μια συνεργασία με τον αμερικανό rapper των Spearhead, Michael Franti ("No No") και τρεις πιο κλασικές dubwise στιγμές στο βραδυφλεγές "African Landing", το δυναμικό "Jamaican Jig" και το ανορθόδοξο beat του "Wake Up" (με vocal samples από Big Youth). Σε δύο επιλογές από τους πιο πρόσφατους δίσκους τους, ο dancehall-don Capleton βρίσκεται στα καλύτερά του στο "Time" και ο Cedric Myton των ιστορικών Congos προσθέτει το χαρακτηριστικό falsetto του σε μια πιο roots στιγμή ("No Bed Of Roses").
Listen & enjoy:
1. Humourless Journalist Works To Rules
2. Ravi Shankar Pt. 1
3. No Alternative (But To Fight)
4. Can't Take It Easy [ft. Bim Sherman]
5. No No [ft. Michael Franti]
6. African Landing
7. Jamaican Jig
8. Wake Up
9. Time [ft. Capleton]
10. No Bed Of Roses [ft. Cedric Myton]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)