Συναυλία κατά της κρατικής βίας την περασμένη Παρασκευή στα Προπύλαια. Φτάνω λίγο μετά τις οχτώ. Ένα μάλλον σουρρεαλιστικό σκηνικό στις συμμετοχές, όπου τα Διάφανα Κρίνα διαδέχονται την Άννα Γούλα στη σκηνή. Πολύς κόσμος από κάτω, δίπλα στο γρασίδι και πίσω από την ξύλινη εξέδρα. Οι ηχητικές εγκαταστάσεις λογικά χαμηλών δυνατοτήτων με τον ήχο να σβήνει κάμποσα μέτρα πιο μακριά από τη σκηνή.
Μια εμφάνιση που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι αυτή του Αλκίνοου Ιωαννίδη. Ανέκαθεν συμπαθής ως παρουσία, δεν τον παρακολουθούσα μουσικά, γιατί είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι - παρά τα αρκετά καλά του τραγούδια – είχε τυποποιηθεί υπερβολικά στον χώρο μιας μπαλάντας που συχνά έπεφτε στην παγίδα του γλυκερού και του κοινότοπου. Η δίλεπτη πρόζα (σε ρυθμό τσάμικου) με τίτλο «Πατρίδα», σε πρώτη εκτέλεση, με την οποία κλείνει τη συμμετοχή του κερδίζει το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού. Αναμνήσεις από παιδικά χρόνια στην Κύπρο, εικόνες πολέμου, αμηχανία για τον «ρόλο του καλλιτέχνη» και τις «συναυλίες συμπαράστασης», ανησυχία για το παρόν. Ανέβηκε γρήγορα από πολλούς στο youtube:
Λοιπόν αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει,
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός
πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός
Μα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν
ήμουν εγώ στη φωτιά κι ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά
Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη φυλή και τη ράτσα
προδομένη από μέσα απ’ τους πιο πατριώτες
να ’χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με τ’ όπλο στο στόμα
τα παιδιά τους να μπαίνουν σήμερα στη Βουλή
Κάτω από ένα τραπέζι, το θυμάμαι σαν τώρα,
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σα λεκέδες
μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ:
«κοίταξε τι ωραίοι που είναι, κοίταξε τι ωραίοι που είναι»
Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απ’ τη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα 27 του στα δύο τον κόψαν’ οι Γερμανοί
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ’ άδειο ξενοδοχείο
αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάνε στης πλατείας τη γιορτή
Είδα κομμάτια το κρέας μες τα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια, πεταμένα στη γη
είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική
Εδώ στην άσχημη πόλη που απ’ την ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπας ζητάει,
Ολυμπιάδες - κι η χώρα ένα γραφείο τελετών
θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ
Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι κι απ’ την Ομόνοια
να πετάνε δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
στο παράθυρο εικόνισμα άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό
Είδα μετά τους δικούς μου να περνούν τη Γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα
έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας η καημένη
ο Σολωμός με Αρμάνι και την καρδιά ανοιχτή
Δεν ψάχνω ο εαυτός μου να ’ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν θα ’ταν αγέννητη η Γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου, με τρομάζεις εσύ
Με τρομάζεις ακόμα οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
Προσεύχεσαι και σκοτώνεις, τραυλίζεις ύμνους οργής
έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς το μέσα σου ξένο κι όχι, «δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω»
Μια εμφάνιση που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι αυτή του Αλκίνοου Ιωαννίδη. Ανέκαθεν συμπαθής ως παρουσία, δεν τον παρακολουθούσα μουσικά, γιατί είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι - παρά τα αρκετά καλά του τραγούδια – είχε τυποποιηθεί υπερβολικά στον χώρο μιας μπαλάντας που συχνά έπεφτε στην παγίδα του γλυκερού και του κοινότοπου. Η δίλεπτη πρόζα (σε ρυθμό τσάμικου) με τίτλο «Πατρίδα», σε πρώτη εκτέλεση, με την οποία κλείνει τη συμμετοχή του κερδίζει το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού. Αναμνήσεις από παιδικά χρόνια στην Κύπρο, εικόνες πολέμου, αμηχανία για τον «ρόλο του καλλιτέχνη» και τις «συναυλίες συμπαράστασης», ανησυχία για το παρόν. Ανέβηκε γρήγορα από πολλούς στο youtube:
Λοιπόν αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει,
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός
πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός
Μα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν
ήμουν εγώ στη φωτιά κι ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά
Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη φυλή και τη ράτσα
προδομένη από μέσα απ’ τους πιο πατριώτες
να ’χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με τ’ όπλο στο στόμα
τα παιδιά τους να μπαίνουν σήμερα στη Βουλή
Κάτω από ένα τραπέζι, το θυμάμαι σαν τώρα,
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σα λεκέδες
μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ:
«κοίταξε τι ωραίοι που είναι, κοίταξε τι ωραίοι που είναι»
Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απ’ τη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα 27 του στα δύο τον κόψαν’ οι Γερμανοί
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ’ άδειο ξενοδοχείο
αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάνε στης πλατείας τη γιορτή
Είδα κομμάτια το κρέας μες τα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια, πεταμένα στη γη
είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική
Εδώ στην άσχημη πόλη που απ’ την ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπας ζητάει,
Ολυμπιάδες - κι η χώρα ένα γραφείο τελετών
θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ
Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι κι απ’ την Ομόνοια
να πετάνε δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
στο παράθυρο εικόνισμα άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό
Είδα μετά τους δικούς μου να περνούν τη Γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα
έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας η καημένη
ο Σολωμός με Αρμάνι και την καρδιά ανοιχτή
Δεν ψάχνω ο εαυτός μου να ’ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν θα ’ταν αγέννητη η Γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου, με τρομάζεις εσύ
Με τρομάζεις ακόμα οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
Προσεύχεσαι και σκοτώνεις, τραυλίζεις ύμνους οργής
έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς το μέσα σου ξένο κι όχι, «δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου