28.11.08

Massive reggae originals

Η εξαιρετική συλλογή Massive Classics Vol. 1 παρουσιάζει όλα τα κομμάτια που διασκέυασαν ή χρησιμοποίησαν οι Massive Attack ως πηγές sampling για την ηχογράφηση του κλασικού Blue Lines.

Το σημερινό post είναι ένα μίνι-αφιέρωμα στα reggae originals που διασκεύασαν οι MA, στις περισσότερες περιπτώσεις επανηχογραφήσεις παλιότερων επιτυχιών του Horace Andy σε ένα αρκετά διαφορετικό trip-hop πλαίσιο.

Massive reggae originals (info + d/l link) [Play now]

1. Horace Andy - Spying Glass
2. Horace Andy - You Are My Angel
3. King Tubby - Angel Dub
4. John Holt - Got To Get Away
5. Dr. Alimantado - Poison Flour
6. Horace Andy - See A Man’s Face
7. Prince Moonie - See A Man’s Face

Horace Andy - Spying Glass

Ηχογραφημένο το 1983 για το label Wackies του Lloyd Barnes με έδρα τη Νέα Υόρκη, 11 χρόνια πριν την προς το ηλεκτρονικότερο αναμόρφωσή του από τους Massive Attack. Χαρακτηριστικό των Wackies παραγωγών είναι το «φύσημα» (σαν ήχος ηλεκτρικής σκούπας) στο background. Ένα είδος tribute στον ήχο αυτό είναι οι παραγωγές των βερολινέζων Rhythm & Sound (a.k.a. Basic Channel), που μέσω της εταιρείας τους επιμελούνται τις πρόσφατες επανακυκλοφορίες δίσκων της Wackies σε CD.

Horace Andy - You Are My Angel
King Tubby - Angel Dub

Παραγωγή του Bunny Lee από το 1973, το You Are My Angel ήταν από τα πιο δημοφιλή love songs του Horace Andy, πριν την αποδόμησή του σε rock/industrial συνιστώσες ως εναρκτήριο κομμάτι του Mezzanine των Massive Attack. Ο ξεχωριστός ρυθμός του πρωτότυπου σε μινόρε κλίμακα (χρησιμοποιημένος και σε άλλα κομμάτια από τον Bunny Lee) δέχτηκε και το dub treatment του King Tubby.

John Holt - Got To Get Away
Dr. Alimantado - Poison Flour

Γνωστό κι ως A Quiet Place ή Man Next Door πρωτοκυκλοφόρησε το 1971 (εποχή μεταίχμιο μεταξύ rocksteady, early reggae και roots) από τον John Holt, με τη βασική ιδέα πιθανότατα δανεισμένη από το minor 60s soul hit των Garnet Mimms & The Enchanters, Quiet Place. Διασκευασμένο έκτοτε πολλές φορές από Horace Andy, Dennis Brown, Bim Sherman μεταξύ άλλων, αλλά και από το γυναικείο punk group των Slits. Από τις επίσης αμέτρητες DJ version στον ίδιο ρυθμό, μία από τις πιο γνωστές είναι αυτή του Dr. Alimantado πάνω στην πρώτη εκτέλεση του Horace Andy.

Horace Andy - See A Man’s Face
Prince Moonie - See A Man’s Face

Το Mezzanine έκλεινε με ένα reprise του Exchange, βασισμένο εξολοκλήρου σε ένα sample του Isaac Hayes. Ο Horace Andy πρόσθεσε κάποια επιπλέον φωνητικά με στίχους από το See A Man’s Face, τραγούδι που υπήρχε στο κλασικό ντεμπούτο του Skylarking για το Studio One, το 1969. Η DJ version του Prince Moonie ηχογραφήθηκε το 1971.

(Οι εικόνες από τα Roots Archives)


Στη σελίδα του podomatic μπορείτε να ακούσετε και να κατεβάσετε ένα mix με τα παραπάνω κομμάτια.

25.11.08

Farrokh Bulsara (05.09.1946 - 24.11.1991)

Θυμάμαι τον εαυτό μου 9 χρονών να παρακολουθεί με δέος το βίντεο του Innuendo, ειδικά το κομμάτι με τα ανθρωπάκια από πλαστελίνη που χορεύουν στους ήχους της ισπανικής κιθάρας. Λίγο καιρό αργότερα, ψήνω τη μάνα μου να μου πάρει το ομώνυμο βινύλιο με τον πίνακα του Grandeville στο εξώφυλλο. Οι Queen γίνονται αφίσα, λατρεία, κόλλημα. Ο θάνατος του Mercury λίγους μήνες μετά, ένα πραγματικά τραγικό φινάλε για ένα γκρουπ που λάτρευε τη δραματική υπερβολή, τους ανεβάζει στη φαντασία μου σε ακόμη πιο μυθικά ύψη.

Τα χρόνια έχουν περάσει, τα μουσικά γούστα έχουν διευρυνθεί, οι ήχοι στο στέρεο και στο φορητό player έχουν αλλάξει ριζικά, αλλά οι Queen παραμένουν guilty pleasure. Guilty, γιατί στο μεταξύ τα τραγούδια τους έχουν γίνει συνθήματα, μουσικά χαλιά σε διαφημίσεις και εκφωνήσεις, γηπεδικά σουξέ, soundtrack μιας εποχής, όχι ακριβώς ως συνειδητή επιλογή μιας γενιάς ακροατών, αλλά ως αυτόματος πιλότος σε ραδιοφωνικές εκπομπές από παραγωγούς με το πολύ 20 δίσκους στη συλλογή τους, μόνιμα playlist standards πριν ακόμα εφευρεθούν οι playlists.

Καθαρή περίπτωση love it or hate it συγκροτήματος, θεωρούνται μάλλον «πομπώδεις, extravagant δεινόσαυροι του rock» για τους επικριτές τους. Όσο κι αν η πιο ψύχραιμη σήμερα επανεκτίμηση της μουσικής τους επισημαίνει και τις αδυναμίες τους (βλ. οι άνισοι δίσκοι που έβγαλαν στα 80s), εξακολουθώ να τους ακούω με ιδιαίτερη ευχαρίστηση.



Πρόσφατα το Mojo είχε ένα αφιέρωμα στη δισκογραφία του γκρουπ στη μεταβατική περίοδο 1977-1982, όταν το punk και η new wave σκηνή είχαν φέρει τα πάνω-κάτω. Το Hot Space που κυκλοφόρησαν το 82 θεωρείται μάλλον δικαίως ο χειρότερος δίσκος τους, όταν μετά την επιτυχία του Another One Bites The Dust (σημαντικού hit μεταξύ άλλων και στο r’n’b κοινό των ΗΠΑ), προσπάθησαν να στήσουν ολόκληρο άλμπουμ πάνω σε disco-funk ήχο (σε ύφος Michael Jackson). Εντούτοις, υπάρχουν κάποια pop διαμαντάκια που σώζουν την τιμή των όπλων. Ένα από αυτά είναι και το Cool Cat, ηχογραφημένο (όπως και σχεδόν όλο το LP) στο Βερολίνο, σε ένα από τα sessions που έδωσαν και το κλασικό Under Pressure με τον David Bowie. Στο Cool Cat, τα soul diva φωνητικά του Mercury σε high falsetto δίνουν μια από τις πιο αξιοπερίεργες στιγμές των Queen. Μάλιστα, στο YouTube υπάρχει η unreleased version του τραγουδιού επίσης με πρόσθετα φωνητικά του Bowie, για τα οποία ο ίδιος είχε ζητήσει να αφαιρεθούν (και όντως τα δικά του “bam bam bam” ακούγονται παράταιρα και δε συνεισφέρουν κάτι στο τελικό αποτέλεσμα).

23.11.08

One Yorkshireman

"Πού είναι η εποχή που ήμασταν αυτοκίνητα, αεροπλάνα επιστρατεύοντας τα σεντόνια, τα μαξιλάρια, τις σκούπες, τα φαράσια, ακόμη και το τηγάνι της μητέρας για ασπίδα, την κατσαρόλα για περικεφαλαία αλλά όχι μόνοι, με τον αδελφό, τον γείτονα, τον φίλο. Πού είναι η εποχή που μια μοναδική ψωριάρικη συκιά στο γειτονικό οικόπεδο γινόταν το δέντρο του Ταρζάν, όπου καλοκαιριάτικα με μοναδικό ρουχαλάκι το μπλε παντελονάκι της γυμναστικής παριστάναμε τον Ταρζάν, ξεσηκώνοντας τη γειτονιά με τις κραυγές μας καλώντας σε βοήθεια τους ελέφαντες;"
(Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Τα Νέα», 22.11.2008)

Διαβάζοντας την επιφυλλίδα του Κ. Γεωργουσόπουλου στα χθεσινά «Νέα» με τίτλο «Από την παρέα στον παρία» - όπου επιστρατεύοντας πολλά γνωστά στερεότυπα, οικτίρει τα παιδιά του σήμερα (για την ακρίβεια την ψυχαγωγία των σημερινών παιδιών), πέφτοντας στη γνωστή παγίδα των αντίστοιχων συγκρίσεων: την καταφυγή στη νοσταλγία για τη δική του παιδική ηλικία με όλη την επακόλουθη ωραιοποίηση - συνειρμικά, σκέφτηκα αμέσως αυτό:

Monty Pythons - Four Yorkshiremen

Για να διαβάσετε τους διαλόγους πατήστε εδώ.

Διαβάζοντας πως το σκετς πρωτοπαίχτηκε το 1967-68 (αναφέρεται δηλαδή στη σχέση γονιών-παιδιών 2 γενιές πριν), αναρωτιέται κανείς αν θα λέμε κι εμείς το ίδιο σε 30-40 χρόνια…

Το Head Charge στον Tony Allen

Ωραίος τίτλος, έτσι; Πάντοτε ήθελα να αναφερθώ στον εαυτό μου σε τρίτο πρόσωπο - κατά το πρότυπο του Ιούλιου Καίσαρα και του Νομάρχη (π.χ. «ο Νομάρχης μιλάει πάντα καθαρά κι αντρίκεια») - και το blogging ήταν η μοναδική λύση!

Το πρώτο πράγμα που έκανε εντύπωση μπαίνοντας στο Fuzz στην αρχή της Βουλιαγμένης ήταν το πλήθος (μέτρησα γύρω στα 8) κορίτσια και αγόρια που σε ρωτούσαν «Καπνίζετε;». Όχι, δεν εκπροσωπούσαν κάποια πιλοτική αντικαπνιστική πρωτοβουλία, αλλά γνωστή μάρκα τσιγάρων με σύμβολο συμπαθές θηλαστικό της ερήμου. Ζωσμένα με δειγματολόγια-βιτρίνες σχεδόν στενοχωριούνταν όταν έπεφταν σε μη καπνιστές. Όπως μπορεί εύκολα να υποθέσει κανείς, μέχρι να ξεκινήσει η συναυλία (με την αναμενόμενη καθυστέρηση 1 ώρας και κάτι από τη θεωρητική ώρα έναρξης), ένα ντουμάνι πυκνού καπνού είχε κυκλώσει τον χώρο.

Η μπάντα του Tony Allen ήταν καταπληκτική. Δυστυχώς τα ονόματα των 4 μουσικών που τον συνόδευαν δεν έγιναν γνωστά σε κανένα δελτίο τύπου (ούτε κι ήταν εύκολο να βρεθούν με ένα γρήγορο ψάξιμο στο Γκουγκλ), υποθέτω πάντως ότι πρόκειται για μουσικούς που συμμετέχουν στον δίσκο που ηχογραφεί αυτήν την περίοδο και δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη.

Δύο λευκοί (μάλλον γαλλικής καταγωγής), ο ένας στα keyboards, ο άλλος - με cool σκούρα γυαλιά μονίμως φορεμένα - έχοντας αναλάβει την τρομπέτα, αλλά και τον ρόλο να «ξεσηκώσει» το κοινό χτυπώντας συνοδευτικά κρουστά (όπως το shekere) με αντίστοιχες χορευτικές κινήσεις. Δυο μαύροι με παρόμοια dreadlocks στο κεφάλι, ο ένας στην κιθάρα, ο άλλος στο μπάσο, αμφότεροι εξαιρετικοί players.

Ο ίδιος ο Tony Allen, πίσω από τα κρουστά του (επίσης με χαρακτηριστικά μεγάλα shades-καθρέφτες), επιβεβαίωσε το γεγονός ότι θεωρεί περιττή την κίνηση του σώματος την ώρα του drumming (αντιθέτως προτιμάει να είναι συγκεντρωμένος), αφήνοντας μόνο χέρια και πόδια να κάνουν τη δουλειά. Αυτό βέβαια καθόλου δε σήμαινε ότι έπαιζε ανέκφραστος, καθώς ένα μεγάλο χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη του κάθε φορά που το ενθουσιώδες κοινό συμμετείχε είτε χειροκροτώντας είτε κρατώντας τον ρυθμό. Με ιδιαίτερα low profile μιλούσε λίγο (και σιγανά) στην αρχή για να μας πει “let’s not talk and just play, OK?” και λίγο αργότερα “Please, keep the pipe down, OK?”.

Παρότι στις τελευταίες του συνεργασίες πειραματίστηκε με hip-hop και ενίοτε ηλεκτρονικούς ήχους, μας έπαιξε καθαρό afrobeat, πυκνό, funky και bass-heavy, με επαναλαμβανόμενες call-and-response φράσεις στα φωνητικά, όπως ακριβώς έγινε γνωστό από τους Nigeria 70 του Fela Kuti. Με ρεπερτόριο αποκλειστικά από τη solo πορεία του (γνώρισα τα Asiko, Kindness και Black Voices), άφησε χώρο στον ίδιο και στους μουσικούς του να σολάρουν, ενώ συχνά τα κομμάτια τέλειωναν (ή έφταναν σε κορύφωση) μέσα σε σχεδόν rock τζαμάρισμα. Μετά από μιάμιση ώρα η μπάντα αποχώρησε μέσα σε γενική αποθέωση, με όλους τους μουσικούς και ιδιαίτερα τον Tony να νιώθει συγκίνηση και να μας ευχαριστεί πολλαπλά, και τα πρόσωπα στο κοινό φωτεινά και ειλικρινά ευτυχισμένα.


Επιστροφή στη σκηνή για ένα encore (μια δεκάλεπτη-και-κάτι εκτέλεση του Ariya) και νέα έξοδος σε γενικό χειροκρότημα. Δεύτερο encore δεν υπήρξε (παρά τη νέα προσπάθεια).

Στα μικρά της συναυλίας (αυτά που συζητάς με τους φίλους σου και γελάς), ένας μεσήλικας τύπος με intellectual παρουσιαστικό (γυαλιά, μουσάκι κτλ), που κάθε τόσο έβγαζε έναν σπηλαιώδη βρυχηθμό «yeeeeeeeaahh!» (φανταστείτε τον Gerard Butler στους 300) με αποτέλεσμα τόσο να μας κοψοχολιάζει, αλλά και να με γεμίσει σάλια… Επίσης, η συνήθεια του να ανοίγεις κουβεντούλα - αν και παρατηρήθηκε σε μικρότερο βαθμό από ό,τι συνήθως - παραμένει ενοχλητική για τους διπλανούς, κι όχι, το ότι η μουσική είναι jazz (με την ευρεία έννοια του όρου) και mainly instrumental δε σημαίνει ότι μπορούμε ταυτόχρονα να λύνουμε και τα προσωπικά μας (καταραμένε Woody Allen!).

Εν ολίγοις, μια θαυμάσια συναυλία, από αυτές που χωρίς πολύ hype, αξίζουν και με το παραπάνω. Εφάμιλλη εκείνης των Manu Dibango & Ray Lema στον ίδιο χώρο (όταν λεγόταν Club 22), πριν από μερικά χρόνια.

(φωτογραφική δεν είχα μαζί μου - αυτή του κινητού είναι άθλια - οπότε μάλλον θα κλέψω τις φωτό από κανένα άλλο live review, όταν το πετύχω).
(update: φωτό από το avopolis)

21.11.08

Mashup

"A mashup or bootleg (also mash up and mash-up) is a song or composition created from the combination of the music from one song with the a cappella from another. These songs may be considered part of the European bastard pop musical genre. A mash-up is a song created out of pieces of two or more songs, usually by overlaying the vocal track of one song seamlessly over the music track of another."
(βλ. Wikipedia)

Ένα από τα πιο τρελά mashup ανέβηκε σήμερα στο myspace του Adrian Sherwood (για τον οποίο έγραφα στο χθεσινό post), πιθανότατα δημιουργία κάποιου από τους «μαθητευόμενους» engineers της On-U Sound, όπως ο Nick Coplowe ή ο Brendon Harding. Επειδή μάλλον δε θα παραμείνει για πολύ διαθέσιμο για προφανείς λόγους copyright, ακόμη και σε αυτή τη low-bitrate εκδοχή του, το ανεβάζω κι εδώ.

Perry meets Lennon
(Max Romeo – Chase The Devil vs. The Beatles – A Day In The Life)
(update: έφτιαξα ένα πρόχειρο βίντεο στο youtube με το εν λόγω mashup και φωτογραφίες)

Chemical Videos

Ανέκαθεν προτιμούσα τους Chemical Brothers από τους Prodigy. Ο παράγοντας funk, μόνιμα παρών στους δίσκους τους, ανεβάζει τον ήχο τους πολύ πιο πάνω από τη rave μονολιθικότητα της παρέας του Liam Howlett. Περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα, βεβαίως.

Ο χώρος όμως όπου οι Chemicals οπωσδήποτε ξεχωρίζουν είναι τα συνοδευτικά τους video. Να ένα πρόχειρο top-10 clips με επιλογές από το YouTube:

1. Out Of Control
tags: revolution, EZLN, commercialization, parody, guerilla


(update: embedding disabled, watch here)

2. Do It Again
tags: Morocco, desert, dance



3. Let Forever Be
tags: Michel Gondry, psychedelic, multiple-selves



4. Believe
tags: psychosis, bad-trip, predator machines



5. Get Yourself High
tags: kung fu, satire



6. The Golden Path
tags: escapism, routine, boredom, meaning of life



7. The Test
tags: hallucinations, tripping, clubbing



8. Midnight Madness
tags: elf, video game, dance



9. Salmon Dance
tags: fish, aquarium, hallucinating



10. The Boxer
tags: basketball, running after, comedy



20.11.08

Lee "Scratch" Perry vs. Adrian Sherwood


"I am the Duppy Conqueror,
I conquer Lex Luthor with my teddy bear"



"Lee Perry's musical universe is one of angels and vampires, flying saucers and scatology, mortal enemies and cartoon characters. Art may imitate life, but for Perry there's no difference between the two. He literally paints, writes on, sculpts, films, records, and sings about everything he encounters. His lyrics encompass a wide variety of references -- the Bible, astrology, Rastafari, ganja, sex, music, and magic. What (if anything) does it all mean? As compelling as it might be to decipher all of Perry's rantings, it would also spoil the fun. Lee Perry's world is one of a kind, and so when he decides to broadcast messages to Earth via the recording studio, we should just hold tight and enjoy the ride, no instruction manual necessary."
(Mick Sleeper από το εξαιρετικό Eternal Thunder)

Αλχημιστής, σαμάνος, τρελός επιστήμονας, ζωντανός θρύλος, Phil Spector της reggae… Αυτοί είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που έχουν αποδοθεί στον Lee Perry, τον τζαμαϊκανό παραγωγό / εκκεντρικό αρτίστα, που έκλεισε φέτος τα 72 του χρόνια.

Όσοι έχουν ασχοληθεί με τη χρυσή δεκαετία της reggae (τη roots εποχή των 70s), έχουν ξεχωρίσει τις ηχογραφήσεις του Lee "Scratch" Perry, ειδικά τον ήχο που διαμόρφωσε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 μέσα στο δικό του «στούντιο της Μαύρης Κιβωτού (Black Ark)», ως ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Mε το signature sound της επιβλητικής rhythm section, του τονισμού των υψίσυχνων ήχων, ενός απροσδιόριστου μεσαίου φάσματος από κιθάρα, keyboards και πνευστά και με τα φωνητικά περασμένα μέσα από φίλτρα echo και reverb, δημιούργησε ένα πολύ προσωπικό, φουτουριστικό και υποβλητικό ηχητικό πεδίο με πρώτη ύλη μια φθηνή lo-fi τετρακάναλη κονσόλα.

Οι δίσκοι των οποίων τότε επιμελήθηκε την παραγωγή (Max Romeo, Junior Murvin, Congos, Heptones κι οι δικοί του Upsetters μεταξύ άλλων) θεωρούνται κλασικοί όχι μόνο στον χώρο της reggae αλλά και ευρύτερα, ιδιαίτερα για την ανάδειξη της βασική καινοτομίας που εξήγαγε ο ήχος της Τζαμάικας των 70s, κυρίως μέσα από τις μορφές του Lee Perry και του King Tubby: την ανάδειξη της κονσόλας ως βασικού μουσικού συντελεστή, αλλά και του παραγωγού ως κεντρική φιγούρα στο τελικό αποτέλεσμα (σε βαθμό που ενίοτε να χρεώνεται όλος ο δίσκος στο όνομα του κι όχι σε αυτό των μουσικών ή των τραγουδιστών).

(απόσπασμα από το βιβλίο του David Toop, Ocean Of Sound)

Η πορεία του Lee Perry στη μετα-Black Ark εποχή είναι μάλλον αμφιλεγόμενη. Εγκαταλείποντας τη Τζαμάικα απογοητευμένος, με τις φήμες να θέλουν το κατεστραμμένο από πυρκαγιά στούντιο του, κατεστραμμένο από τον ίδιο σε μια στιγμή μεγάλου εκνευρισμού και χωρίς τη διάθεση να ξαναβρεθεί στη θέση του παραγωγού, έχει κυκλοφορήσει αρκετές δεκάδες δίσκους αποκλειστικά ως DJ/toaster (με τη JA έννοια του MC/rapper) με διφορούμενα καλλιτεχνικά αποτελέσματα. Με ένα σουρρεαλιστικό αυτοσχεδιαστικό στυλ, πότε χιουμοριστικό, πότε δηκτικό και ενίοτε απολύτως ακατάληπτο, οι παρλάτες του έχουν ενίοτε χαρακτηριστεί απλοϊκές και ο ίδιος ως ένα είδος γραφικής novelty act, που απλώς εξαργυρώνει τη μυθική του φήμη.

Η αλήθεια βρίσκεται μάλλον στη μέση. Έχει μεν έκτοτε κυκλοφορήσει αρκετούς κακούς και μέτριους δίσκους, αλλά αυτό το ιδιοσυγκρασιακό toasting (δείγματα του οποίου υπάρχουν ήδη από την εποχή των κλασικών του albums) δίνει συχνά εξαιρετικά ευρηματικά στιχάκια, ομοιοκαταληξίες και συνειρμούς. Επίσης, αν και υπέρμετρα παραγωγικός (ήδη μετρά τρεις καινούργιους δίσκους στη φετινή χρονιά), ψάχνοντας προσεκτικά κανείς μπορεί να βρει μπόλικα διαμαντάκια σουρρεαλιστικής post-reggae, είτε στις συνεργασίες του με τον Mad Professor, τους ελβετούς Yello, τους Beastie Boys και κυρίως στους δίσκους όπου συνεργάστηκε με τον Adrian Sherwood. Μια καλή πηγή, τόσο για την πρώιμη περίοδο, την ιστορική εποχή του Black Ark, όσο και για τις πρόσφατες κυκλοφορίες του Perry, είναι οι σύντομες κριτικές παρουσιάσεις της δισκογραφίας του από το fan-site Eternal Thunder.

Αφορμή για το σημερινό post δόθηκε από τον δίσκο που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ευρώπη (είχε προηγηθεί η γιαπωνέζικη έκδοση μερικούς μήνες πριν), The Mighty Upsetter, που σηματοδοτεί την τρίτη συνεργασία του Perry με τον βρετανό παραγωγό Adrian Sherwood.

Ο Adrian Sherwood ίδρυσε το label της On-U Sound to 1981, η οποία αποτέλεσε μια από τις πιο φημισμένες ανεξάρτητες εταιρίες που ξεκίνησαν με την επιθυμία να συνδυάσουν την αγάπη στις dub τεχνικές με την post-punk νοοτροπία της εποχής. Με την ξεχωριστή αδυναμία στον ήχο του Black Ark δεδομένη, ο ενθουσιασμός για τη συνεργασία του με τον θρυλικό τζαμαϊκανό παραγωγό ήταν αυτονόητος.

Αρκετοί από τους ρυθμούς του Mighty Upsetter είναι remake κλασικών Perry παραγωγών των 70s (το International Broadcaster δανείζεται από το Bucky Skank, το Kilimanjaro από το Rejoice Jah Jah Children των Silvertones, το Rockhead από το Zion’s Blood). Αλλού, η προσωπική σφραγίδα του Sherwood (όπως στο ινδοπρεπές εναρκτήριο Exercising) είναι εμφανής. Με τη γνωστή επιμονή στη λεπτοδουλεμένη παραγωγή και με υψηλό quality control στους στίχους, δε θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε τον φετινό δίσκο πιθανότατα την καλύτερη post-Black Ark κυκλοφορία του Lee "Scratch" Perry.

Lee "Scratch" Perry meets Adrian Sherwood’s On-U Sound (info + d/l link) [Play now]

1. Lee "Scratch" Perry & Dub Syndicate – De Devil Dead
2. Lee "Scratch" Perry & Dub Syndicate – Inspector Gadget
3. Dub Syndicate – The Only Alternative
4. Adrian Sherwood – Animal Magic
5. Lee "Scratch" Perry feat. Samia Farah – Yellow Tongue

Το Time Boom X De Devil Dead του 1987 υπήρξε η πρώτη συνεργασία των Sherwood-Perry, δίσκος που έδωσε την αφορμή στον βρετανό παραγωγό να ασχοληθεί εκ νέου με την reggae, είδος που είχε αφήσει προσωρινά, μετά τη δολοφονία του στενού του φίλου και μέντορα Prince Far I στη Τζαμάικα το 1983, για να ασχοληθεί με παραγωγές και remix στον ανερχόμενο new-wave/industrial ήχο (συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με Ministry, Cabaret Voltaire, Depeche Mode, Nine Inch Nails και KMFDM). Εδώ, ο Scratch αυτοσχεδιάζει πάνω σε ρυθμούς των Dub Syndicate (του experimental dub group των Style Scott και Adrian Sherwood). Το De Devil Dead, που έκλεινε την πρώτη πλευρά του βινυλίου είναι ένα pro-marijuana κομμάτι με την απαραίτητη δόση από Perry lyrical madness.

Η δεύτερη συνεργασία τους, το 1990, υπό τον τίτλο From The Secret Laboratory ήταν μάλλον λιγότερο πειραματική, αλλά εξίσου ικανοποιητική, με πιο funky ρυθμούς από τους Dub Syndicate. Στο Inspector Gadget, ο Lee Perry αποτίνει φόρο τιμής σε έναν από τους αγαπημένους του cartoon χαρακτήρες…

Αν και οι δυο τους δεν ξανασυνεργάστηκαν μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια, ο Adrian Sherwood χρησιμοποίησε αρκετές φορές samples και αποσπάσματα από τις ηχογραφήσεις του Perry σε επόμενες παραγωγές του.

Το 1996, κυκλοφορεί από το label της On-U Sound το remix album Research & Development, όπου καλλιτέχνες της ανερχόμενης neo-dub (ή UK dub) σκηνής των 90s (όπως οι Zion Train, Rootsman, Iration Steppas, Disciples κ.ά.) επιλέγουν και αναμορφώνουν επιλεγμένα κομμάτια του κλασικού σχήματος των Dub Syndicate. Οι ηχογραφήσεις με τον Lee Perry έχουν προφανώς την τιμητική τους. Οι ίδιοι οι Scott & Sherwood επιλέγουν να δανειστούν ένα trumpet solo από το Kiss The Champion και δύο στροφές από το Blinkers (αμφότερα από το Time Boom X De Devil Dead), προσθέτοντας ένα καινούργιο ρεφρέν για τη δική τους συμμετοχή, The Only Alternative.

Το 2006 κυκλοφορεί ο δεύτερος σόλο δίσκος του Adrian Sherwood με τίτλο Becoming A Cliche, που παραδόξως για το underground προφίλ της On-U, κέρδισε μια θέση στα 100 καλύτερα album της χρονιάς του περιοδικού Q. Ο τίτλος είναι μια ειρωνική αναφορά στο γεγονός ότι το χαρακτηριστικό χαρμάνι από reggae, dub, noise, funk, industrial, ethnic, psychedelia που χαρακτήριζε τον ήχο της On-U Sound από το 1981 μπορεί πλέον σήμερα να χαρακτηριστεί mainstream. Χαλαρό concept του δίσκου είναι η πρόθεσή του Sherwood να συμπεριλάβει τις περισσότερες από τις διάφορες αντιφατικές επιρροές του στα tracks του album. Εναρκτήριο κομμάτι γίνεται έτσι το Animal Magic, ένα remix του πρώτου single του Lee Perry στην On-U Sound, Jungle. Αρκετά διαφορετικό από το πρωτότυπο, πάνω στα νέα programmed drum-beats του Paul "Jazzwad" Yebuah προστίθενται και τα φωνητικά της 9χρονης κόρης του Sherwood, Emily, φτιάχνοντας ένα πρωτότυπο kid-friendly dub!

Τέλος, ένα κομμάτι από το φετινό Mighty Upsetter, το Yellow Tongue σε ντουέτο με τη γαλλo-τυνήσια Samia Farah, από τα καινούργια μέλη της οικογένειας της On-U Sound.



(update: Μπορείτε να ακούσετε και να κατεβάσετε ένα mix με τα 5 παραπάνω κομμάτια στο site του podomatic)

This is yet another blog

Υπάρχουν λέει περισσότερα από 100 εκατομμύρια blogs παγκοσμίως… Από αυτά περίπου ένα 20% θεωρούνται «ενεργά», όπου «ενεργό» = έχει ανανεωθεί τους τελευταίους 3 μήνες. Η αντίστοιχη πάντως ταξινόμηση για τα ηφαίστεια, θεωρεί ανενεργά εκείνα που έχουν εκραγεί στους προϊστορικούς χρόνους και για τα οποία δεν υπάρχει καμία ιστορική αναφορά. Κάπου εδώ κανονικά θα έπρεπε να μπει μια ψαγμένη ποιητική μεταφορά για την αξία του χρόνου «στη σύγχρονη εποχή της ιλιγγιώδους ταχύτητας και της υπερπληροφόρησης», που «δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να αναστοχαστεί» και «να βιώσει την ουσία των πραγμάτων», αλλά έχω σταματήσει να γράφω τέτοιες αηδίες από όταν πέρασε η εποχή της προετοιμασίας για την Έκθεση στις Πανελλήνιες...

Ο παραπάνω πρόλογος μάλλον προδίδει την αμηχανία μου για τον χαρακτήρα του blog, τον λόγο που το ξεκινάω και το κίνητρο που θα το κρατήσει «ζωντανό». Η πρώτη προσπάθεια να ξεκινήσω ένα blog δυο χρόνια πριν ξεκίνησε φιλόδοξα αλλά κράτησε… για ένα ποστ. Τώρα, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο concept που θα το διέπει (αν και με ιδιαίτερη αδυναμία στη μουσική), «κόβω την κορδέλα» του Head Charge.

Καλώς σας βρίσκω, λοιπόν.

(image under CC license)