(Το παρακάτω ποστ ήταν να ανέβει νωρίτερα, αλλά ενέσκηψε στο μεταξύ ο Νικηταράς ο Δεντροφάγος...)
Μπαίνοντας στο Αν το Σάββατο βράδυ, με το που πλήρωνες το εισιτήριο, σου πατούσαν μια σφραγίδα στο χέρι (για την ελεύθερη είσοδο-έξοδο), που σε έκανε να αισθάνεσαι λίγο σαν ζώο κοπαδιού.
Κατεβαίνοντας, είχε ξεκινήσει το ιδιαίτερα ενδιαφέρον set του Professor Skank με live dub mixes σε δυνατούς roots ρυθμούς, που ενίοτε λοξοδρομούσαν προς το dancehall, αλλά και το drum’n’bass. Κακή στιγμή η εκτέλεση (δις) ενός ελληνικού rap-dancehall (στο ρυθμό του World-A-Music/Welcome to Jamrock) καταγγελτικού της κρατικής καταστολής, όχι λόγω του μηνύματος που ήθελε να μεταφέρει, αλλά εξαιτίας της απουσίας μιας κάποιας στιχουργικής ευρηματικότητας.
Οι Zion Train μπορεί να πήραν το όνομά τους από το ομώνυμο τραγούδι του Bob Marley, το μουσικό τους στίγμα όμως ήταν εξαρχής μακριά από την παραδοσιακή reggae. Ο ήχος τους διαμορφώθηκε ως το κράμα δύο underground τάσεων του μουσικού τοπίου των 90s. Της ανερχόμενης πειραματικής neo-dub σκηνής και της techno/rave κουλτούρας, αναμεμειγμένες συνήθως σε ισόποσες δόσεις. Έτσι, οι δίσκοι τους περιείχαν όλο το φάσμα των ήχων ξεκινώντας από το digi-roots dub και φτάνοντας στο minimalist techno, με μπόλικες στιγμές soulful γυναικείων φωνητικών από τη μόνιμη guest vocalist, ονόματι Molara. «Εγκέφαλος» πίσω από το σχήμα είναι ο Neil Perch (a.k.a. DJ Perch), ιδρυτής του label της Universal Egg, όπου βρήκαν στέγη αρκετά σχήματα συγγενών ήχων (στα οποία συχνά έκανε την παραγωγή ή συμμετείχε ως μέλος του αντίστοιχου side-project και ο ίδιος), όπως οι Extremadura, Power Steppers, Sounds From The Ground, Jah Free κ.ά.
Ανεβαίνοντας στη σκηνή γύρω στις 12, ο Perch πήρε θέση πίσω από τις κονσόλες, δύο μουσικοί αριστερά στα πνευστά (σαξόφωνο, τρομπέτα) και εξολοκλήρου υπεύθυνος για το dee-jaying ο γερμανός Dubdadda, όχι ακριβώς ο τύπος που έχεις στο μυαλό σου ως reggae MC.
Με ιδιαίτερα φιλική διάθεση, μας μίλησε μεταξύ άλλων για το πόσο κατανοεί και επιδοκιμάζει το πρόσφατο ξέσπασμα των νέων (μιλώντας, όπως μας είπε, ως πατέρας και παππούς), ενώ με αφορμή μια κοπέλα που κατέλαβε κάποια στιγμή τη σκηνή χορεύοντας και δεν έλεγε να κατέβει, μας πληροφόρησε χαμογελώντας “I see greek dubheads love beer. I don’t like beer, I love marijuana”.
Η επιλογή και εξέλιξη των κομματιών γινόταν με αρκετά αυτοσχεδιαστικό στυλ, τα πνευστά έκαναν συχνά περάσματα από roots classics μελωδίες (Swing Easy, Rockfort Rock, Satta, None a Jah Jah Children No Cry κ.ά.), και το μόνο στοιχείο που έμοιαζε να λείπει ήταν η παρουσία κάποιου vocalist (where was Molara?), καθώς παρότι το toasting/shouting δε σταμάτησε να βρίσκει ανταπόκριση στο κοινό, κάπου άρχιζε να κουράζει.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η συναυλία δεν ήταν ιδιαίτερα διασκεδαστική, με τη μπάντα να παραμένει στη σκηνή για περισσότερο από δύο ώρες. Ο ήχος άρχιζε να γίνεται σταδιακά όλο πιο σκληρός και techno, όσο πλησίαζε το τέλος, με αποκορύφωμα τα οργιαστικά ψηλά bpm του encore που προκάλεσαν χορευτικό αμόκ.
(Φωτογραφία από το avopolis.gr)
Κατεβαίνοντας, είχε ξεκινήσει το ιδιαίτερα ενδιαφέρον set του Professor Skank με live dub mixes σε δυνατούς roots ρυθμούς, που ενίοτε λοξοδρομούσαν προς το dancehall, αλλά και το drum’n’bass. Κακή στιγμή η εκτέλεση (δις) ενός ελληνικού rap-dancehall (στο ρυθμό του World-A-Music/Welcome to Jamrock) καταγγελτικού της κρατικής καταστολής, όχι λόγω του μηνύματος που ήθελε να μεταφέρει, αλλά εξαιτίας της απουσίας μιας κάποιας στιχουργικής ευρηματικότητας.
Οι Zion Train μπορεί να πήραν το όνομά τους από το ομώνυμο τραγούδι του Bob Marley, το μουσικό τους στίγμα όμως ήταν εξαρχής μακριά από την παραδοσιακή reggae. Ο ήχος τους διαμορφώθηκε ως το κράμα δύο underground τάσεων του μουσικού τοπίου των 90s. Της ανερχόμενης πειραματικής neo-dub σκηνής και της techno/rave κουλτούρας, αναμεμειγμένες συνήθως σε ισόποσες δόσεις. Έτσι, οι δίσκοι τους περιείχαν όλο το φάσμα των ήχων ξεκινώντας από το digi-roots dub και φτάνοντας στο minimalist techno, με μπόλικες στιγμές soulful γυναικείων φωνητικών από τη μόνιμη guest vocalist, ονόματι Molara. «Εγκέφαλος» πίσω από το σχήμα είναι ο Neil Perch (a.k.a. DJ Perch), ιδρυτής του label της Universal Egg, όπου βρήκαν στέγη αρκετά σχήματα συγγενών ήχων (στα οποία συχνά έκανε την παραγωγή ή συμμετείχε ως μέλος του αντίστοιχου side-project και ο ίδιος), όπως οι Extremadura, Power Steppers, Sounds From The Ground, Jah Free κ.ά.
Ανεβαίνοντας στη σκηνή γύρω στις 12, ο Perch πήρε θέση πίσω από τις κονσόλες, δύο μουσικοί αριστερά στα πνευστά (σαξόφωνο, τρομπέτα) και εξολοκλήρου υπεύθυνος για το dee-jaying ο γερμανός Dubdadda, όχι ακριβώς ο τύπος που έχεις στο μυαλό σου ως reggae MC.
Με ιδιαίτερα φιλική διάθεση, μας μίλησε μεταξύ άλλων για το πόσο κατανοεί και επιδοκιμάζει το πρόσφατο ξέσπασμα των νέων (μιλώντας, όπως μας είπε, ως πατέρας και παππούς), ενώ με αφορμή μια κοπέλα που κατέλαβε κάποια στιγμή τη σκηνή χορεύοντας και δεν έλεγε να κατέβει, μας πληροφόρησε χαμογελώντας “I see greek dubheads love beer. I don’t like beer, I love marijuana”.
Η επιλογή και εξέλιξη των κομματιών γινόταν με αρκετά αυτοσχεδιαστικό στυλ, τα πνευστά έκαναν συχνά περάσματα από roots classics μελωδίες (Swing Easy, Rockfort Rock, Satta, None a Jah Jah Children No Cry κ.ά.), και το μόνο στοιχείο που έμοιαζε να λείπει ήταν η παρουσία κάποιου vocalist (where was Molara?), καθώς παρότι το toasting/shouting δε σταμάτησε να βρίσκει ανταπόκριση στο κοινό, κάπου άρχιζε να κουράζει.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η συναυλία δεν ήταν ιδιαίτερα διασκεδαστική, με τη μπάντα να παραμένει στη σκηνή για περισσότερο από δύο ώρες. Ο ήχος άρχιζε να γίνεται σταδιακά όλο πιο σκληρός και techno, όσο πλησίαζε το τέλος, με αποκορύφωμα τα οργιαστικά ψηλά bpm του encore που προκάλεσαν χορευτικό αμόκ.
(Φωτογραφία από το avopolis.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου