Πώς θα ήταν ένας αληθινός κόσμος; Ίσως έχουμε σχηματίσει μια ασαφή ιδέα του: ένας κόσμος δικαιοσύνης, ένας κόσμος στον οποίο οι άνθρωποι θα μπορούν να σχετίζονται μεταξύ τους ως άνθρωποι και όχι ως πράγματα, ένας κόσμος στον οποίο οι ίδιοι οι άνθρωποι διαμορφώνουν τη ζωή τους. Ωστόσο δεν χρειάζεται να έχουμε διαμορφώσει μια εικόνα του πώς θα ήταν ένας αληθινός κόσμος για να αισθανθούμε ότι αυτός που υπάρχει είναι ριζικά εσφαλμένος. Το ότι αισθανόμαστε πως ο κόσμος είναι άδικος δεν σημαίνει απαραίτητα πως έχουμε διαμορφώσει την εικόνα μιας ουτοπίας για να τον αντικαταστήσουμε. Ούτε σημαίνει απαραίτητα πως έχουμε σχηματίσει μια ρομαντική ιδέα του τύπου «κάποια μέρα θα έρθει ο πρίγκιπας μου» που υπονοεί ότι -παρόλο που ο κόσμος είναι εσφαλμένος σήμερα- κάποια μέρα θα φτάσουμε σε έναν αληθινό κόσμο, στη γη της επαγγελίας, στο αίσιο τέλος. Δεν χρειαζόμαστε καμιά υπόσχεση αισίου τέλους για να δικαιολογήσουμε την απόρριψη ενός κόσμου που τον νιώθουμε εσφαλμένο.
Αυτό είναι το αφετηριακό μας σημείο: η απόρριψη ενός κόσμου που αισθανόμαστε ότι είναι εσφαλμένος, η άρνηση ενός κόσμου που τον νιώθουμε αρνητικό. Από εκεί πρέπει να πιαστούμε.
Μάλιστα να «γαντζωθούμε», γιατί υπάρχουν τόσο πολλά που μπορούν να κατασιγάσουν την αρνητικότητά μας και να καταπνίξουν την κραυγή μας. Ο θυμός μας πυροδοτείται διαρκώς από την εμπειρία, αλλά κάθε προσπάθεια έκφρασης αυτού του θυμού προσκρούει πάνω σε έναν τοίχο φτιαγμένο από απορροφητικό βαμβάκι. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τόσο πολλά επιχειρήματα, φαινομενικά αρκετά λογικά. Υπάρχουν τόσοι τρόποι για να στρέψουν την κραυγή ενάντιά μας, να μας κοιτάξουν και να μας ρωτήσουν γιατί κραυγάζουμε. Μήπως οφείλεται στην ηλικία μας, στην κοινωνική μας προέλευση ή απλώς είμαστε τόσο αρνητικοί λόγω κάποιας ψυχολογικής δυσπροσαρμοστικότητας: Μήπως πεινάμε, μήπως δεν κοιμηθήκαμε καλά ή αισθανόμαστε απλώς εκνευρισμό πριν από την περίοδο; Μήπως δεν κατανοούμε πόσο περίπλοκος είναι ο κόσμος, τις πρακτικές δυσκολίες που εμποδίζουν την εφαρμογή ριζικών αλλαγών; Μήπως δεν γνωρίζουμε ότι είναι αντιεπιστημονικό να κραυγάζουμε;
Έτσι μας παρακινούν (και αισθανόμαστε και οι ίδιοι την ανάγκη) να μελετήσουμε την κοινωνία και να ανατρέξουμε στην κοινωνική και πολιτική θεωρία. Και τότε συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο. Όσο περισσότερο μελετάμε την κοινωνία, τόσο περισσότερο η αρνητικότητά μας αμβλύνεται ή παραμερίζεται ως άσχετη. Δεν υπάρχει χώρος για την κραυγή στον ακαδημαϊκό λόγο. Επιπλέον, η ακαδημαϊκή μελέτη μας παρέχει μία γλώσσα και έναν τρόπο σκέψης με τα οποία πολύ δύσκολα εκφράζουμε την κραυγή μας. Η κραυγή, αν εμφανιστεί, γίνεται αντιληπτή σαν κάτι που χρήζει εξήγησης, όχι σαν κάτι που πρέπει να αρθρωθεί. Από ερωτηματικό για την κοινωνία, η κραυγή καθίσταται αντικείμενο ανάλυσης. Γιατί κραυγάζουμε; Ή μάλλον -καθώς εμείς είμαστε πλέον κοινωνικοί επιστήμονες- γιατί αυτοί κραυγάζουν; Πώς εξηγούμε την κοινωνική εξέγερση, την κοινωνική δυσαρέσκεια; Η κραυγή ακυρώνεται συστηματικά με την αναγωγή στα συμφραζόμενα της. Οι άνθρωποι κραυγάζουν λόγω των βρεφικών εμπειριών τους, λόγω της μοντερνιστικής σύλληψης περί υποκειμένου, λόγω της ανθυγιεινής τους διατροφής, λόγω της εξασθένησης των οικογενειακών δομών: όλες αυτές οι εξηγήσεις υποστηρίζονται από στατιστικά τεκμηριωμένες έρευνες. Η ύπαρξη της κραυγής δεν αμφισβητείται ολοκληρωτικά, αλλά στερείται κάθε εγκυρότητας. Καθώς αποχωρίζεται από το «εμείς» και προβάλλεται σε ένα «αυτοί», η κραυγή αποκλείεται από την επιστημονική μέθοδο. Όταν γινόμαστε κοινωνικοί επιστήμονες, μαθαίνουμε πως, για να κατανοήσουμε, πρέπει να επιδιώξουμε την αντικειμενικότητα, να αφήσουμε κατά μέρος τα αισθήματα μας. Δεν είναι τόσο το τι μαθαίνουμε, αλλά το πώς το μαθαίνουμε που φαίνεται να καταπνίγει την κραυγή μας. Πρόκειται για μια ολόκληρη δομή σκέψης που μας αφοπλίζει.
Ωστόσο τίποτε απ' όσα προκάλεσαν την αρχική μας οργή δεν έχει εξαφανιστεί. Ίσως μάθαμε πως όσα μας εξοργίζουν σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρη ενός συστήματος κοινωνικής κυριαρχίας, αλλά κατά κάποιο τρόπο η αρνητικότητά μας εξαλείφθηκε. Και όμως η φρίκη του κόσμου συνεχίζεται. Γι' αυτό είναι απαραίτητο να επιδοθούμε σε ένα επιστημονικό ταμπού: να κραυγάσουμε σαν παιδιά, να υψώσουμε την κραυγή πάνω απ' όλες τις δομικές εξηγήσεις και να πούμε: «Δεν μας ενδιαφέρει η ψυχιατρική διάγνωση, δεν μας ενδιαφέρει εάν η υποκειμενικότητα μας είναι μια κοινωνική κατασκευή: αυτή είναι η κραυγή μας, αυτός είναι ο πόνος μας, αυτά είναι τα δάκρυα μας. Δεν θα επιτρέψουμε να μετριαστεί η οργή μας από την πραγματικότητα, αντίθετα η πραγματικότητα πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στην κραυγή μας. Πείτε ότι κάνουμε σαν παιδιά ή σαν έφηβοι, αλλά αυτό είναι το αφετηριακό μας σημείο: κραυγάζουμε».
John Holloway, Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία (Το νόημα της επανάστασης σήμερα), μτφ. Άννα Χόλογουεη, εκδ. Σαββάλας
Αυτό είναι το αφετηριακό μας σημείο: η απόρριψη ενός κόσμου που αισθανόμαστε ότι είναι εσφαλμένος, η άρνηση ενός κόσμου που τον νιώθουμε αρνητικό. Από εκεί πρέπει να πιαστούμε.
Μάλιστα να «γαντζωθούμε», γιατί υπάρχουν τόσο πολλά που μπορούν να κατασιγάσουν την αρνητικότητά μας και να καταπνίξουν την κραυγή μας. Ο θυμός μας πυροδοτείται διαρκώς από την εμπειρία, αλλά κάθε προσπάθεια έκφρασης αυτού του θυμού προσκρούει πάνω σε έναν τοίχο φτιαγμένο από απορροφητικό βαμβάκι. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τόσο πολλά επιχειρήματα, φαινομενικά αρκετά λογικά. Υπάρχουν τόσοι τρόποι για να στρέψουν την κραυγή ενάντιά μας, να μας κοιτάξουν και να μας ρωτήσουν γιατί κραυγάζουμε. Μήπως οφείλεται στην ηλικία μας, στην κοινωνική μας προέλευση ή απλώς είμαστε τόσο αρνητικοί λόγω κάποιας ψυχολογικής δυσπροσαρμοστικότητας: Μήπως πεινάμε, μήπως δεν κοιμηθήκαμε καλά ή αισθανόμαστε απλώς εκνευρισμό πριν από την περίοδο; Μήπως δεν κατανοούμε πόσο περίπλοκος είναι ο κόσμος, τις πρακτικές δυσκολίες που εμποδίζουν την εφαρμογή ριζικών αλλαγών; Μήπως δεν γνωρίζουμε ότι είναι αντιεπιστημονικό να κραυγάζουμε;
Έτσι μας παρακινούν (και αισθανόμαστε και οι ίδιοι την ανάγκη) να μελετήσουμε την κοινωνία και να ανατρέξουμε στην κοινωνική και πολιτική θεωρία. Και τότε συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο. Όσο περισσότερο μελετάμε την κοινωνία, τόσο περισσότερο η αρνητικότητά μας αμβλύνεται ή παραμερίζεται ως άσχετη. Δεν υπάρχει χώρος για την κραυγή στον ακαδημαϊκό λόγο. Επιπλέον, η ακαδημαϊκή μελέτη μας παρέχει μία γλώσσα και έναν τρόπο σκέψης με τα οποία πολύ δύσκολα εκφράζουμε την κραυγή μας. Η κραυγή, αν εμφανιστεί, γίνεται αντιληπτή σαν κάτι που χρήζει εξήγησης, όχι σαν κάτι που πρέπει να αρθρωθεί. Από ερωτηματικό για την κοινωνία, η κραυγή καθίσταται αντικείμενο ανάλυσης. Γιατί κραυγάζουμε; Ή μάλλον -καθώς εμείς είμαστε πλέον κοινωνικοί επιστήμονες- γιατί αυτοί κραυγάζουν; Πώς εξηγούμε την κοινωνική εξέγερση, την κοινωνική δυσαρέσκεια; Η κραυγή ακυρώνεται συστηματικά με την αναγωγή στα συμφραζόμενα της. Οι άνθρωποι κραυγάζουν λόγω των βρεφικών εμπειριών τους, λόγω της μοντερνιστικής σύλληψης περί υποκειμένου, λόγω της ανθυγιεινής τους διατροφής, λόγω της εξασθένησης των οικογενειακών δομών: όλες αυτές οι εξηγήσεις υποστηρίζονται από στατιστικά τεκμηριωμένες έρευνες. Η ύπαρξη της κραυγής δεν αμφισβητείται ολοκληρωτικά, αλλά στερείται κάθε εγκυρότητας. Καθώς αποχωρίζεται από το «εμείς» και προβάλλεται σε ένα «αυτοί», η κραυγή αποκλείεται από την επιστημονική μέθοδο. Όταν γινόμαστε κοινωνικοί επιστήμονες, μαθαίνουμε πως, για να κατανοήσουμε, πρέπει να επιδιώξουμε την αντικειμενικότητα, να αφήσουμε κατά μέρος τα αισθήματα μας. Δεν είναι τόσο το τι μαθαίνουμε, αλλά το πώς το μαθαίνουμε που φαίνεται να καταπνίγει την κραυγή μας. Πρόκειται για μια ολόκληρη δομή σκέψης που μας αφοπλίζει.
Ωστόσο τίποτε απ' όσα προκάλεσαν την αρχική μας οργή δεν έχει εξαφανιστεί. Ίσως μάθαμε πως όσα μας εξοργίζουν σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρη ενός συστήματος κοινωνικής κυριαρχίας, αλλά κατά κάποιο τρόπο η αρνητικότητά μας εξαλείφθηκε. Και όμως η φρίκη του κόσμου συνεχίζεται. Γι' αυτό είναι απαραίτητο να επιδοθούμε σε ένα επιστημονικό ταμπού: να κραυγάσουμε σαν παιδιά, να υψώσουμε την κραυγή πάνω απ' όλες τις δομικές εξηγήσεις και να πούμε: «Δεν μας ενδιαφέρει η ψυχιατρική διάγνωση, δεν μας ενδιαφέρει εάν η υποκειμενικότητα μας είναι μια κοινωνική κατασκευή: αυτή είναι η κραυγή μας, αυτός είναι ο πόνος μας, αυτά είναι τα δάκρυα μας. Δεν θα επιτρέψουμε να μετριαστεί η οργή μας από την πραγματικότητα, αντίθετα η πραγματικότητα πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στην κραυγή μας. Πείτε ότι κάνουμε σαν παιδιά ή σαν έφηβοι, αλλά αυτό είναι το αφετηριακό μας σημείο: κραυγάζουμε».
John Holloway, Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία (Το νόημα της επανάστασης σήμερα), μτφ. Άννα Χόλογουεη, εκδ. Σαββάλας
7 σχόλια:
Καθώς το διάβαζα όλο και πιο πολύ ΄συμφωνούσα και σκεφτόμουν πως δεν έχω διαβάσει κάτι που να με εκφράζει αυτή τη στιγμή τόσο ολοκληρωτικά, όσο αυτό.
"Δεν θα επιτρέψουμε να μετριαστεί η οργή μας από την πραγματικότητα, αντίθετα η πραγματικότητα πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στην κραυγή μας."
Μπήκε στον κατάλογο των προς αγορά.
Πάντως είναι και το τι μαθαίνουμε. Κάπου δηλαδή φαίνεται ο συγγραφέας να δέχεται την κοινωνική ουδετερότητα της επιστήμης
Καλωσήρθες Ρενάτα! :) Το παραπάνω απόσπασμα βρίσκεται στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου, το κυρίως θέμα του (όπως φαίνεται και από τον τίτλο) είναι αρκετά διαφορετικό. Γενικά, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ανάγνωσμα περί μαρξισμού, φιλοσοφίας και τακτικής, αν και δεν έχω προλάβει να το τελειώσω.
ΧερΚ, δε νομίζω ότι προκύπτει μέσα από το κείμενο πως ο συγγραφέας θεωρεί την κοινωνική επιστήμη ιδεολογικά ουδέτερη. Θα έλεγα ότι μάλλον προσπαθεί να αναδείξει τα όρια του (ενίοτε φαινομενικά αποχρωματισμένου) ρόλου της και την αξία της «στράτευσης» ως απάντηση στην κυρίαρχη λογική της αποστασιοποίησης.
Χεντ,
νομίζω το "φαινομενικα" δεν προκύπτει από το κείμενο ;-). Ερμηνεία μου βέβαια - μπορεί και αυθαίρετη - αλλά με βάσει τα παρακάτω:
"η ακαδημαϊκή μελέτη μας παρέχει μία γλώσσα και έναν τρόπο σκέψης με τα οποία πολύ δύσκολα εκφράζουμε την κραυγή μας"
"Όταν γινόμαστε κοινωνικοί επιστήμονες, μαθαίνουμε πως, για να κατανοήσουμε, πρέπει να επιδιώξουμε την αντικειμενικότητα, να αφήσουμε κατά μέρος τα αισθήματα μας".
"Πρόκειται για μια ολόκληρη δομή σκέψης που μας αφοπλίζει"
σχηματίζω την εντύπωση ότι δεν τον ενοχλεί ο κοινωνικά μη ουδέτερος χαρακτήρας της επιστήμης αλλά το γεγονός ότι πρόκειται για αφηρημένη σκέψη και όχι για δράση.
Κάτι που βέβαια είναι σωστό, αλλά ίσως όχι ολοκληρωμένο: μπορεί δηλαδή η αγωνιστικότητα (η κραυγή) να υποσκάπτεται ΚΑΙ από το γεγονος ότι η θεωρία μας δεν διαβάζει σωστά την πραγματικότητα.
ΧερΚ, αν δεν κάνω λάθος, εννοείς ότι ένας αντίλογος θα αφορούσε: α) την πραγματική χρησιμότητα του κριτικού κοινωνικού λόγου, που δεν μπορεί να αποκηρυχθεί συλλήβδην ως ακαδημαϊκός και αδρανοποιητικός & β) την ανάγκη συνειδητής δράσης και επανεκτίμησης κάθε φορά των καταστάσεων, πέρα από την αυθόρμητη αγωνιστική διάθεση.
Οι παρατηρήσεις αυτές είναι μεν σωστές, αλλά δε νομίζω ότι έρχονται σε αντίθεση με το κείμενο, εγώ το κατανοώ σαν μια πολεμική απέναντι στον κυρίαρχο μοντέλο του ακαδημαϊκού-κοινωνικού επιστημονικού λόγου (μην ξεχνάς ότι ζει και διδάσκει στη Βρετανία).
Αν πάλι κατάλαβα λάθος, συγχώρεσέ με, παρακολούθησα τη διακαναλική συνέντευξη του ΓΑΠ και αισθάνομαι τη νοημοσύνη μου κάπως πεσμένη. ;-)
εμ βέβαια, Head, καλά είπε κάπου και μια πσια-χή ( :))) ) με τέτοια ποστ που ανεβάζεις περί μή-βίαιων αντιδράσεων πώς να μη σέ βουτήξουν τα στρατά;
(αυτό το βιβλίο μ' εχει στοιχειώσει πάντως και ακόμα να το διαβάσω - μάλλον θα το καταφέρω τώρα που θα λείπεις!
το απόσπασμα όμως, και ειδικά τα περί κραυγής πολύ καλό, όχι ότι περίμενα τώρα, τα'χουμε ξαναπεί γι' αυτό και αλλού...)
άντε, φιλιά, και να προσέχεις
(γράφω μετά την αποπάνω ανάρτηση όπως καταλαβαίνεις)
χάρη, θυμάμαι που ο Σάιλεντ μου έγραφε ότι το μπλογκ μου ήταν από τα λίγα στα οποία επιτρεπόταν η πρόσβαση μέσα από τους υπολογιστές του Υπουργείου Άμυνας, λες να με παρακολουθούν ακόμα; ;-)
Περί Χόλογουεη, αυτό που χαρακτηρίζει την αντίληψή του δε θα έλεγα ότι είναι η «μη-βία», άλλωστε είναι μαρξιστής. Το πιο ενδεικτικό σύγχρονο παράδειγμα της περιγραφής του τίτλου του βιβλίου είναι η περίπτωση των Ζαπατίστας με το χτίσιμο ξεχωριστών κοινοτιστικών-ελευθεριακών δομών.
Δημοσίευση σχολίου