Τηλέφωνο την ώρα της επιστροφής από το χωριό μετά το Πάσχα˙ η γιαγιά έπεσε στο σπίτι της κι έσπασε το ισχίο, την έχουν στον Ερυθρό. Μέχρι να πάρει σειρά για εγχείρηση περνάει μια βδομάδα μέσα σε πόνο και απελπισία: «να ’χα ένα μπουκάλι δηλητήριο δίπλα μου, χωρίς δεύτερη σκέψη θα το ’πινα». Λίγο καιρό αργότερα βρίσκεται σε κέντρο αποκατάστασης, δίπλα σε μια ομοιοπαθή πειραιώτισσα γιαγιά˙ εκείνη με σπασμένο το δεύτερο ισχίο ακριβώς μόλις είχε γυρίσει σπίτι της από την αποκατάσταση του πρώτου. Σκέψεις τρόμου: «λες να πάθω κι εγώ το ίδιο;». Με τον καιρό βρίσκουν ένα λειτουργικό modus vivendi στο δωμάτιο παρά τις επιμέρους προστριβές: την απέχθεια της άλλης γιαγιάς προς τον κλιματισμό και την πρωτοκαθεδρία στον έλεγχο του τηλεκοντρόλ. Η πειραιώτισσα έβλεπε πολλή τηλεόραση με προγράμματα που παρακολουθούσε φανατικά: τον Σπύρο Παπαδόπουλο, τον Λαζόπουλο και τα ρεμπέτικα του Κώστα Φέρρη στην ΕΤ3, που την έκαναν να λικνίζεται ρυθμικά από τη μέση και πάνω. Ένα απόγευμα, την ώρα που της κάνουν κάποιες επιπλέον ασκήσεις και φυσιοθεραπείες στο κρεβάτι, παθαίνει ανακοπή και πεθαίνει επιτόπου, σοκάροντας συγγενείς, προσωπικό και αφήνοντας φρικαρισμένη τη γιαγιά μας.
Μεταφορά σε άλλο δωμάτιο, δίπλα σε δύο ηλικιωμένες κυρίες που αναρρώνουν από εγκεφαλικό. Η μία δεν μπορεί να μιλήσει ακόμη, η άλλη έχει αρχίσει κάποια μαθήματα γλωσσοθεραπείας, αλλά το μόνο που λέει μέχρι στιγμής είναι η μυστηριώδης λέξη-φράση «νε-του-του», χρωματισμένη διαφορετικά, ανάλογα με την ερώτηση:
- Πως αισθάνεσαι, θέλεις να σου σηκώσουμε το μαξιλάρι;
- Νέτουτου
- Το φαγητό πως ήταν;
- Νέτουτου...
- Είδες η γιαγιά δίπλα τι μεγάλα εγγόνια έχει;
- Νέτου... νέτουτου;
- Τα εγγόνια της γιαγιάς, λέω, τι μεγάλα που είναι.
- Νέτουτου!
Επίσκεψη στο σπίτι του παππού (στην πραγματικότητα πατριός του πατέρα μας, αλλά τον έχουμε σαν παππού). Εκεί γνωρίζω και την κυρία Μ. από την Πολωνία που έχει έρθει για να βοηθάει τον πρώτο καιρό τη γιαγιά στις μετακινήσεις και τις δουλειές της. Έχουν συμπαθιστεί οι δύο τους, η κυρία Μ. δείχνει κατανόηση στις απαιτήσεις του παππού να είναι όλα τακτοποιημένα, αλλά και με τον τρόπο που τα θέλει ο ίδιος. Δε λείπουν και κάποιες λίγες έμμεσες παρατηρήσεις από μέρους του: «πωπω, κάποιος άφησε ανοιχτό το ντουλάπι στην κουζίνα, και ξέρεις τι λένε, ότι είναι σαν να έχεις ανοίξει τον τάφο σου να σε περιμένει, εγώ βέβαια δεν τα πιστεύω αυτά, βλακείες». Η Μ. έχει έρθει πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια στην Ελλάδα, η εγγονή της σπουδάζει στο Πολυτεχνείο, «δύσκολα όμως τα ελληνικά» μου λέει.
Η κουβέντα πηγαίνει στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με εκατέρωθεν ιστορίες. Για τον πατέρα που δε συνάντησε καθόλου αφού χάθηκε στον πόλεμο. Για το χωριό της στην Πολωνία που έγινε στάχτη, ούτε σπίτι, ούτε ζώο όρθιο, οι γερμανοί πέρασαν τόσο προελαύνοντας, όσο και υποχωρώντας. Για τη μητέρα της που μεγάλωσε παρόλα αυτά τέσσερα παιδιά. Αλλά και για το αλβανικό μέτωπο και τη σφαίρα στο πόδι˙ «από τότε έχω πρόβλημα». Για την ιστορία του αδερφού του˙ από τη μάχη της Αλβανίας, σε πλοίο με προορισμό την Αίγυπτο και το εκεί μέτωπο, τον βομβαρδισμό του από γερμανικά Στούκας και τη διάσωσή του μετά από πολλή ώρα στο νερό. Για την ένταξή του στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στη Β. Ήπειρο και τη δολοφονία του από εξ αγχιστείας συγγενή που είχε οργανωθεί στους αντικομμουνιστές μπαλίστες.
Συνεισφέρω στην κουβέντα με κάποιες δικές μου εμπειρίες από τον πολωνικό πολιτισμό: «εγώ μικρός έβλεπα Μπόλεκ και Λόλεκ, το έβαζε η κρατική τηλεόραση και ένα άλλο με ένα σκύλο», «ναι, ναι!» μου λέει ενθουσιασμένη «όλα τα παιδιά έβλεπαν Μπόλεκ - Λόλεκ, 7.00 με 7.30 με το πρωινό πριν το σχολείο!». Τέλος, φτάνουμε και στο σήμερα, μας λέει για την κατάσταση στη χώρα της: «έχουμε ντεμοκρατία, αλλά όλο σκάνταλ και κλέψιμο, όπως Ελλάδα».