«Μέχρι τα μεσάνυχτα οι δουλειές βρίσκονταν σε πλήρη λειτουργία. Είχαμε ξεφορτωθεί το κουφάρι, είχαμε αποπλεύσει, ο άνεμος δυνάμωνε, το άγριο σκοτάδι του ωκεανού ήταν έντονο. Αλλά το σκοτάδι αυτό χτυπιόταν από τις μανιώδεις φλόγες που κατά διαστήματα διακλαδίζονταν έξω από τις μαυρισμένες καπνοδόχους και φώτιζαν κάθε ψηλό σκοινί στα ξάρτια, σαν την περίφημη ελληνική φωτιά. Το φλεγόμενο πλοίο συνέχιζε την πορεία του, σαν επιφορτισμένο χωρίς τύψεις για μια πράξη εκδίκησης. Όπως τα γεμάτα πίσσα και θειάφι μπρίκια του τολμηρού Υδραίου Κανάρη, βγαίνοντας τα μεσάνυχτα από τα λιμάνια τους με μεγάλα διαστήματα από φλόγες για πανιά, χτυπούσαν επάνω στις τουρκικές φρεγάτες και τις περιτύλιγαν με καταστροφική φωτιά.»
Η ιστορία της αναζήτησης της Μεγάλης Λευκής Φάλαινας θα μπορούσε στην πραγματικότητα να ειπωθεί μέσα σε πολύ λίγες σελίδες. Όσοι από το αναγνωστικό κοινό της εποχής στην οποία πρωτοεκδόθηκε (1851) περίμεναν ηρωικές περιπέτειες, ανατροπές και συνεχή δράση, απογοητεύονταν γρήγορα από ένα κείμενο που παρότι γεμάτο λεπτομέρειες πάνω στη ζωή του πληρώματος ενός φαλαινοθηρικού, ήταν εξίσου φορτωμένο και με ιστορικές αναφορές, φιλοσοφικές αναζητήσεις, εμβαθύνσεις σε διαφορετικές κουλτούρες, περιγραφές θρησκευτικών εμπειριών και ψυχολογικών εμμονών. Η συγκριτικά ελάχιστη και αργά εξελισσόμενη πλοκή περνούσε σε δεύτερο πλάνο. Οι κριτικές για το βιβλίο, όσο ζούσε ο ίδιος ο Μέλβιλ, ήταν συγκρατημένες και μάλλον αρνητικές. Οι περισσότερες θετικές κρίσεις τότε έγιναν από άλλους συγγραφείς με τους οποίους διατηρούσε φιλία. Η πραγματική αναγνώριση του βιβλίου του ήρθε τελικά μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ο «Μόμπυ Ντικ» αναγορεύτηκε σε κορυφαίο έργο του αμερικανικού ρομαντισμού.
Στο παραπάνω απόσπασμα (*η μετάφραση από τα αγγλικά είναι δική μου – ελπίζω να μην το σκότωσα τελείως – το μεταφρασμένο βιβλίο δυστυχώς το έχω αφήσει στο χωριό*), βρισκόμαστε στο σημείο όπου το πλήρωμα, αφού έχει σκοτώσει την πρώτη φάλαινα, συνεχίζει να εργάζεται καθώς κάθε κομμάτι της ξεχωρίζεται, επεξεργάζεται και αποθηκεύεται για να πουληθεί για διάφορες χρήσεις.
Σε μία από τις πολλές παρεκβάσεις του, ο Μέλβιλ, μέσα από το στόμα του αφηγητή Ισμαήλ, παρομοιάζει το φωτισμένο από τα καζάνια που βράζουν πλοίο με φλεγόμενη τουρκική φρεγάτα. Στην καταγωγή του Κανάρη βέβαια λαθεύει - δεν ήταν Υδραίος, αλλά γεννημένος στα Ψαρά - αποκαλύπτει όμως πως η φήμη της προσωπικότητας του και των πράξεών του - που είχαν πραγματοποιηθεί κάτι λιγότερο από τρεις δεκαετίες πριν - είχαν περάσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και είχαν «πυρπολήσει τη φαντασία» όσων παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τις ειδήσεις από τον υπόλοιπο κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου